Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Η θαυμαστή τροχιά του Μάρκου Δραγούμη (1934-2023)


[ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 29.1.2023]



της ΙΩΑΝΝΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ*

 

Ήταν αυθεντικός. Δεν υποδύθηκε κάποιον άλλον. Ούτε τον αριστοκράτη ή τον λαϊκό, τον υπερόπτη ή τον ψευτοσεμνό. Δεν ήταν σοβαροφανής – ήταν σοβαρός.

 

Η πρόσφατη απώλεια του Μάρκου Φ. Δραγούμη βύθισε όσους τον γνωρίσαμε σε θλίψη. Ο σπουδαίος μουσικολόγος έφυγε πλήρης ημερών, στα ογδόντα εννέα του χρόνια. Γόνος ιστορικής οικογένειας από το Βογατσικό, από το σόι των Δραγούμηδων, που η ρίζα του τράβαγε πολλές γενιές πίσω, «ήταν αυτός που ήταν όχι λόγω καταγωγής ή σύμπτωσης – αλλά λόγω του εαυτού του». Άφησε πολύτιμο έργο στον τομέα της μουσικολογίας, αφιέρωσε τη ζωή του στα παραδοσιακά άσματα, και δη στα μικρασιατικά. Τούτη η μεταθανάτια ανάδρομη πλεύση στη θαυμαστή τροχιά του θέλει να τιμήσει τη συμβολή του στον νεοελληνικό πολιτισμό. Την εξιστόρηση της ζωής του συνέταξε ο ίδιος το 2010 σε «μικρό πονημάτιον», που μοίραζε χέρι χέρι. Από το υλικό αυτό, λοιπόν, σταχυολογώ ορισμένα στοιχεία-σταθμούς του βίου – όπως τα αποτύπωσε ο αυτοβιογραφούμενος με τον δικό του, απαράμιλλο τρόπο.

«Γεννήθηκα στα τέλη του 1934 απέναντι από το Ζάππειο και μεγάλωσα σε ένα σπίτι με ψηλά ταβάνια. Τη βραδιά πριν από την έξοδό μου στον κόσμο φαίνεται ότι την πέρασα στην όπερα. Γι’ αυτό ίσως και να λάτρεψα από τόσο νωρίς τόσο πολύ τη μουσική. […] Ο πατέρας μου με υποχρέωνε να χρησιμοποιώ τη λέξη παραπέτασμα αντί για κουρτίνα, λουτρικό αντί για μπανιερό και λαιμοδέτη αντί για γραβάτα». Όμως ο Μάρκος δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις. «Πνεύμα αντιλογίας», επαναστατεί ήδη από την τρυφερή παιδική ηλικία στο κανονιστικό οικογενειακό περιβάλλον.

Το 1946 περνάει επιτυχώς στις εξετάσεις του Κολλεγίου και χάρη στους εξαιρετικούς καθηγητές του –όπως ο Μίνως Δούνιας– αποκτά ποικίλα νέα ενδιαφέροντα. Αποφοιτώντας, ξανοίγεται στον κόσμο. Ανακαλύπτει τους κλασικούς συλλέγοντας δίσκους 78 στροφών: Μάλερ, Μπρούκνερ, αλλά και Μπερλιόζ. Τομή στη νεανική του πορεία συνιστούν τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι: «Δεν θα καταφέρεις ποτέ τίποτα αν δεν ακολουθήσεις την πραγματική σου κλίση». Ο εικοσάχρονος Μάρκος αγνοεί τι ακριβώς θα κομίσει στην τέχνη των ήχων. Αν και δευτεροετής της Νομικής τα παρατάει όλα και, έχοντας πλέον συνείδηση της καλλιτεχνικής του φύσης, το 1956 φεύγει για τη Γαλλία. Εκεί παρακολουθεί θερινά σεμινάρια μουσικής.

Ακολουθεί η περίοδος των μεγάλων ανακαλύψεων. Βολτάροντας στο Μοναστηράκι πέφτει πάνω σε ένα φυλλαδιάκι περί αμανέ. Αργότερα στρέφεται στο δημοτικό τραγούδι και στο ρεμπέτικο. Εντυπωσιάζεται από τη μελέτη του Egon Wellesz «Byzantine Music and Hymnography». Ωστόσο, το κατεξοχήν καίριο, αν και σουρεαλιστικό συναπάντημά του, πραγματοποιείται το 1957. Σε επίσκεψή του στη Μέλπω Μερλιέ, όπου παίζει στο πιάνο τζαζ και boogie woogie, εκείνη του προτείνει κάτι εντελώς διαφορετικό: να ασχοληθεί με τα ποντιακά άσματα – ηχογραφήσεις του 1930. Εκείνος δηλώνει πρόθυμος πάραυτα «να πιάσει δουλειά». Η Ελληνίδα μουσικολόγος όμως έχει άλλα στον νου της. Καθώς η καταγραφή της δημοτικής μουσικής απαιτεί εκτός από «καλό αυτί» στέρεα γνώση της εκκλησιαστικής μουσικής, συστήνει στον Σίμωνα Καρά τον νεοφώτιστο Μάρκο, ο οποίος επί μία διετία μελετάει το βυζαντινό μέλος. Ακολουθεί μαθητεία στα Ωδεία Πειραιώς και Αθηνών. Το 1960 εντάσσεται στο δυναμικό του ιδρύματος Μέλπως και Οκταβίου Μερλιέ. Μετέχει σε επιτόπιες έρευνες (Σαμοθράκη, Κωνσταντινούπολη, Εύβοια, Αίγινα) και αργότερα δημοσιεύει το πρώτο μουσικολογικό δοκίμιο.

Κορωνίδα στη σπουδαστική πορεία του θα αποτελέσει η Οξφόρδη, το Lincoln College, όπου θα φοιτήσει ως υπότροφος του Βρετανικού Συμβουλίου (1962-1964). Ο καθηγητής του Egon Wellesz τού μεταγγίζει το πάθος για τις μουσικές της Μέσης Ανατολής (αρμενικό, κοπτικό, αιθιοπικό, συριακό μέλος) και ο σπουδαστής προσεγγίζει την ευρωπαϊκή, αξεχώριστα από την ανατολική μουσική. Ερευνώντας αρχεία και βιβλιοθήκες, αλλά ακούγοντας και ζωντανή μουσική, αρχίζει να συγκροτεί τη μουσική του παιδεία. Επιστρέφει το 1964 και επικεφαλής του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου (ΜΛΑ) οδηγεί την «εσωστρεφή» συλλογή τού μικρασιατικού υλικού σε νέα εποχή. Από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, η διαδικασία έκδοσης και δημοσίευσης του αρχειακού θησαυρού φέρνει γόνιμους καρπούς. Με τη συνεργασία του Θανάση Μωραΐτη, δέκα μουσικολογικά βιβλία και είκοσι ψηφιακοί δίσκοι κυκλοφορούν πλέον στο εμπόριο.

Ο Μάρκος Δραγούμης ήταν αυθεντικός. Δεν υποδύθηκε κάποιον άλλον. Ούτε τον αριστοκράτη ή τον λαϊκό, τον υπερόπτη ή τον ψευτοσεμνό. Δεν ήταν σοβαροφανής – ήταν σοβαρός. Είχε απόλυτη συνείδηση των ιστορικών καταβολών του. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία με το παρελθόν στάθηκε γενεαλογικό φορτίο βαρύ, αλλά και προνομιακό· προνομιακό, αλλά και τραγικό. «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες».

Ωστόσο, εκείνος δεν βούλιαξε. Γνήσια μελαγχολικός, με πλησμονή αδαπάνητων συναισθημάτων, αναζητώντας έναν καταδικό του μοναχικό δρόμο απέναντι στα προγονικά βαρίδια, αντέταξε τον οίστρο της ζωής – την κατάφαση, τη δημιουργία. Επιστράτευσε το χιούμορ. Όχι σαν εξωτερικό επίθεμα, αλλά ως έναν βαθιά ανατρεπτικό τρόπο προσέγγισης του κόσμου. Εκρηκτικός, ερωτικός, ονειροπόλος, φλέρταρε ανά πάσα στιγμή την ίδια τη ζωή. Αγαπούσε. Τούτο δεν τον εμπόδιζε να είναι παρών στην πραγματικότητα, «στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή». Η ευρυψυχία του όριζε και την επιστημονική του συμπεριφορά. Πίσω από την παιγνιώδη πρόσοψη διέθετε μια γερή επιστημονική αρματωσιά, η οποία δεν του επέτρεψε να εκτραπεί σε μια μονοδιάστατη, αυτοαναφορική ανάγνωση των φαινομένων της παράδοσης ή να καθηλωθεί σε ένα σύστημα κλειστό για να γίνει αρεστός.

Και κάτι προσωπικό. Στις 19 Μαΐου 2022 τον επισκεφθήκαμε με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο στην Κηφισιά. Μας καλοδέχτηκε ορθός και στητός σε πλήρη εγρήγορση, παρατηρώντας μας τρυφερά με βαθύ βλέμμα. Η συνάντηση θα κρατούσε ένα εικοσάλεπτο – είπε. Ετσι κι έγινε. Μας ειδοποίησε ο ίδιος όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου: το εσωτερικό του ρολόι όρισε τη διάρκεια της συνομιλίας. Παρέμεινε μέχρι τέλους ο οικοδεσπότης.

Στις 23 Ιανουαρίου 2023, μετά την επικήδεια τελετή, εικόνες από τη σαραντάχρονη συμβίωσή μας στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών έρχονταν απρόσκλητες στον νου μου. Φεύγοντας από το κοιμητήριο υπέθεσα πως κάποιοι θα σιγοψιθύριζαν «Με τη φωτογραφία σου», το μικρασιατικό μοιρολόι που σκίζει την ψυχή, άλλοι θα τραγουδούσαν από μέσα τους κομμάτια από τη «Φανταστική συμφωνία» του Μπερλιόζ, ενώ εγώ γύρευα να θυμηθώ τις νότες και τα λόγια του Μπομπ Ντίλαν από το «Forever Young»…

* Η κ. Ιωάννα Πετροπούλου είναι ιστορικός και ερευνήτρια στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου