Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Κλεμμένα τριαντάφυλλα για τη Νίτσα Τσίτρα...





  
(...)  κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
   μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια 
   και τσουγκρίζανε τα γυαλικά στα ράφια.
              Γιάννης Ρίτσος ,"Ρωμιοσύνη"






(…) Τελευταίο βράδυ γλεντιού απόψε στο Παζάρι. Μια βραδιά αφιερωμένη στην ξακουστή τραγουδίστρια του Δημοτικού Τραγουδιού, την Νίτσα Τσίτρα που έχει γεννηθεί το 1922. Έρχεται σ’ ένα ραντεβού με καθυστέρηση πολλών ετών. Δεν θα ξεχάσω πως τριάντα σχεδόν χρόνια πριν κάποιοι είχαν υποσχεθεί στους δικούς μου πως θα την ακούγαμε τάχα ολοζώντανα στη «Ταβέρνα του Τσιτσάνη» στην γειτονική Νεάπολη, αλλά… Θέλοντας λοιπόν και μη το πρόσωπο αυτό έχει κάτι από την μαγεία και την απορία που έχουν όλες οι μνήμες, όσες συνδέονται με τα παιδικά χρόνια.

Η κυρία Νίτσα έφαγε κάμποσα σουβλάκια, κατέβασε και λίγο κρασάκι και σηκώθηκε με αποφασιστικότητα  ν’ αντιμετωπίσει τους δυο μεγάλους εχθρούς της απόψε: το μπουκωμένο και βραχνό ηχοσύστημα κι έναν δυνατό μαζί αέρα που την υποδέχονταν.

«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες…»  Ένα μεγαλειώδες επιτραπέζιο για αρχή και τα στοιχεία της φύσης υποκλίνονται και ηρεμούν και το μεγάφωνο μοιάζει λιγότερο κακόηχο.

Κι ύστερα μια εξαίρετη χειρονομία:  Στη Νίτσα Τσίτρα η οργανωτική επιτροπή πρόσφερε φαΐ και κρασί. («Έ, πανηγύρι είναι τι άλλο να της δώσουμε; Έρχεται κι από δρόμο…». Έτσι θα σκέφτηκαν κι έτσι έπραξαν). Δυο πολύ ρομαντικοί όμως και τζέντλεμεν  βογατσιώτες φίλοι αχώριστοι -ου Γιάντς τ’ Πέτ’ κι ου Κώστας ου Παρτάλας-  κόβουν λίγα τριαντάφυλλα από παρακείμενο κήπο, αφήνοντας πίσω τους να τρέχει φωνάζοντας την γραία νοικοκυρά με το νυχτικό και τις παντόφλες,  και τα προσφέρουν στην κυρία Νίτσα. Είναι σχεδόν μιάμιση. Κι εκείνη τότε αναθαρρεί και το γλέντι θερμαίνεται επιτυχώς μέχρι πρωίας.






Γυρνώντας σπίτι, διαπιστώνω πως -περασμένες πια τρεις η ώρα- κάθεται η θείτσα-Βάτσιω ακόμα στο μπαλκόνι της. Αφουγκράζεται ακουμπισμένη στο κάγκελο της βεράντας τα τελευταία τραγούδια  και χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο πλακόστρωτο. Την παρατηρώ σιωπηλός από το σκοτάδι μέσα και την αφήνω στην ησυχία της χωρίς να πω λέξη. Τέτοια επιτυχία η Νίτσα Τσίτρα στα εβδομήντα της. Τόσο αγέραστη στα "πατημένα" ογδόντα της κι η θείτσα μου.

Ξάστερη νύχτα του Αυγούστου. Γαλήνη μετά τη γιορτή που σπάζει μερικές στιγμές από τη φωνή του γκιώνη με τα μονότονα συνθηματικά.

                                                                         

[Απόσπασμα από το «Ημερολόγιο Αυγούστου ’92- Βογατσικό» που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βογατσικό» (φ.83, Σεπτ. - Οκτ. 1992]


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ψάχνοντας το Χρυσάφι



         


                                                                                       του Γιώργου Γκολομπία

   Ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Η μέρα είχε τελειώσει κι εγώ καθόμουν στο καθημερινό δωμάτιο, πάνω στο φαρδύ περβάζι του παράθυρου, στην ίδια θέση όπου μια πρωτοχρονιά έρριχνα ως αργά τη νύχτα πασιέντζες. ΄Εξω οι αχλαδιές είχαν σκοτεινιάσει, διακλαδίζονταν ακαθόριστα. Στο δωμάτιο όλα έσβηναν λίγο λίγο, η σούστα του ραδιοφώνου που διέσχιζε το ταβάνι, τα κουρτινάκια του μπουφέ, ο αδερφός μου, που τον είχα βάλει στην άκρη του ντιβανιού γιατί ήταν βρωμοπόδαρος, οι θείοι στις φωτογραφίες. Δίπλα στο τικ τακ του ρολογιού που ποτέ δεν μπορούσες να το εμπιστευτείς, διέκρινα με δυσκολία τα εξώφυλλα των Μικρών μου Σερίφηδων. Ιδίως κοίταζα εκείνο που έδειχνε ένα βράχο σε σχήμα κρανίου, που έκρυβε στα μάτια του ένα μεγάλο μυστικό όποιος το μάθαινε νομίζω έπρεπε να πεθάνει). Τι σκούρος που ήταν ο ουρανός από πίσω, σαν λάσπη. Τον χάιδεψα και προσπάθησα να φανταστώ τις ιστορίες των ενδιάμεσων τευχών που μου έλειπαν- μια έρημος με μοναχικές πόλεις, οι άνθρωποι έχαναν το δρόμο τους και έπεφταν σε ληστές, οι άλλοι γυρνούσαν, θαρρείς για πάντα, ψάχνοντας το χρυσάφι τους. Ακόμα ανεμοστρόβιλοι, πράγματα άπιαστα.

          Μπήκε η γιαγιά μου και άναψε το φως. Κάθισε μέσ’ στη ρέμβη της κι άρχισε να μιλάει για τα παλιά, για να μ’ ευχαριστήσει (τότε ο αδερφός μου έφυγε). Είπε για τη μαμά, πως όταν ήταν κορίτσι έπιασε κάποτε μια κουρούνα, τη ράντισε με πετρέλαιο, της άναψε την ουρά και την άφησε να πετάξει μέσα στις φλόγες, μέχρι που έπεσε. Μια άλλη φορά βρήκε σε μια βαλίτσα στο υπόγειο, φυλαγμένη προσεκτικά, την κοτσίδα της μεγαλύτερης αδερφής της, που της την έκοψαν όταν νόμισαν πως είχε γίνει πλέον γυναίκα. Την ξέμπλεξε, οι τρίχες σκορπίσανε, και μετά επί χρόνια όλοι απέδιδαν σ’ αυτό τις ατυχίες τους. Γενικά έκανε πολλές διαβολιές, κι όταν την κυνηγούσαν για να τη δείρουν, αυτή ανέβαινε πάνω στην κυδωνιά και κάθονταν σ’ ένα κλαδί, με το λερωμένο βρακί της, ακούγοντας τις κατάρες από κάτω (ενώ εγώ όταν με κυνηγούσαν δεν ανέβαινα πουθενά, έτρεχα μέσα από σπίτια με πλύστρες).
         Είπε και για κείνη στον πόλεμο που είχε σύφιλη και πήγαινε με τους στρατιώτες. Την έλεγαν Ωραιοζήλη, και αυτό το όνομα μου φάνηκε πολύ λυπητερό. Είχε πληγές στα χέρια και στα πόδια, όλο πύον, και περπατούσε ξυπόλητη. ΄Οποιον της μιλούσε τον κοίταζε σα να στήριζε πάνω του πολλές ελπίδες. Στέκονταν συχνά απέναντι απ’ το σπίτι μας, εκεί που τώρα παίζαμε με τα σκουριασμένα κουτιά των εντομοκτόνων, και τραγουδούσε (εδώ η γιαγιά έρριξε πίσω το κεφάλι της και τραγούδησε αταίριαστα γλυκά, χαμογελώντας):

                                    Τι ήμουνα, τι έγινα και τι θα γίνω ακόμη
                                    έλα ν’ αλλάξουμε καρδιές, δώσε μου τη δικιά σου…


Μια νύχτα οι φαντάροι την ξεγέλασαν, την πήγαν στο νεκροταφείο κι εκεί την εκτέλεσαν, ανάμεσα στους σταυρούς. ( Όλα αυτά πόσο έμοιαζαν αλήθεια με τη λουρίδα από φως που παλιά έμπαινε καμιά φορά επί ώρες από τη χαραμάδα της πόρτας, έρχονταν καταπάνω μου κι έπαιρνε εκείνες τις διαστάσεις).
      

       Η γιαγιά συνέχισε, μπερδεύοντας με το ένα χέρι τα μαλλιά της, με τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία, τότε που πήγε στο σπίτι μιας γειτόνισσας για κάποια δουλειά κι αυτή την πήρε και της έδειξε το κρεβάτι όπου κοιμόταν. Το είχε τριγυρισμένο με τοιχάκια από πλάκες πράσινο σαπούνι, όπου υπήρχαν πλήθος γδαρσίματα και νυχιές. ΄Ηταν από τα πνεύματα που έρχονταν τη νύχτα, της εξήγησε- ξεσπούσαν εκεί πάνω επειδή δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Κι εγώ μ’ αυτήν την εξήγηση, έτσι όπως ήμουν καθισμένος κι άκουγα μου φάνηκε ότι κατάλαβα κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ότι θα μπορούσε ο καθένας να εννοήσει. 

        Βγήκα στην αυλή και κοίταξα απέναντι στη πλατεία του χωριού, στο τέρμα της κατηφόρας σκοτεινιασμένη. ΄Επαιζαν ταινία, φαίνονταν μάλιστα και το πάνω μέρος του τεντωμένου πανιού που τρεμόπαιζε, μάλλον δυο άνθρωποι φιλιόντουσαν. Η φωνή δεν έφτανε ως εμένα (ίσως και να μην υπήρχε). Στην άκρη της αυλής, πάνω στη λάμπα του στύλου ήταν σύννεφο οι μαύρες πεταλούδες. Μια γυναίκα στα μαύρα, που μόνο η μύτη της φαίνονταν να γλυστράει μέσα στη νύχτα, πέρασε απ’ το διπλανό δρομάκι και με χαιρέτησε, αν και δεν μ’ ήξερε. ΄Ύστερα σήκωσε ψηλά τα μάτι, έπλεξε τα δάκτυλά τα ανάποδα και , προχωρώντας πίσω απ’ το ντουβάρι, χωρίς να τη βλέπω, έλεγε ότι στον καιρό της οι άντρες ήταν ανάρπαστοι, αντιστοιχούσε ο καθένας σε δεκαεφτά κοπέλλες, τώρα πόσες νάχαν γίνει άραγε, είκοσι;


          Σκέφτηκα μ’ ένα σφίξιμο τι τρομερό θα ήταν αν πέθαιναν οι γονείς μου η τ’ αδέλφια μου κι εγώ δεν μπορούσα να κλάψω, δεν ήμουν σε θέση να νιώσω την απελπισία που άρμοζε, τι  θα γινόμουν τότε; Στο έργο στην πλατεία τα κεφάλια των θεατών έμειναν ακίνητα, η πρωταγωνίστρια στέκονταν τώρα πίσω από ένα παράθυρο, που στην πραγματικότητα ήταν η φωτεινή επιφάνεια μιας παιδικής φωτογραφίας, και με το λεπτό της δάκτυλο ζωγράφιζε πάνω στο τζάμι σχήματα αόρατα (προηγουμένως είχε γίνει κάτι πολύ δυσνόητο). Τα μάτια της ήταν χαμένα, κοίταζαν πάνω από τις μικρές σειρές των καθισμάτων, κάπου προς το μέρος μου, στα σπίτια και τους δρόμους της μαύρης πλαγιάς.       

        Πίσω μου ακούστηκαν οι συνηθισμένοι θόρυβοι της νύχτας στο σπίτι, κάποιος είχε ξεχάσει ένα φως ανοιχτό, ο αδερφός μου έπρεπε να κάνει την προσευχή του και να πέσει, ήταν αργά. Όταν γύρισα να μπω είδα τη γιαγιά μου να στέκεται στην πόρτα χαμογελώντας λοξά κάπως γυρτή, με τα μάτια μισόκλειστα. Κουνούσε αργά την τεντωμένη παλάμη της, σα νάκοβε φέτες στον αέρα, θέλοντας να πει ότι άξιζα να με μαλώσει.

                 
                                                *Η φωτογραφία απο το "a Greek portfolio" by C.Manos

         

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

H απατηλά «πλούσια πολιτιστική παραγωγή» ενός βογατσιώτικου Συλλόγου.


 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ 

Ο επιτάφιος ενός βιβλίου


 

 


Δεν χρειάζεται καθόλου να επιμείνω στο βιογραφικό του Ου απάν’ κι ου κάτ’ ου κόσμους. Ένα χιουμοριστικό κείμενο με μυθιστορηματική δομή, που αποτελούνταν από δέκα μέρη και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα του Συνδέσμου Βογατσιωτών Θεσσαλονίκης «το Βογατσικό» από το 1991 μέχρι το 1996, αποτέλεσε το υλικό του. Ο Γιώργος Γκολομπίας ήταν από τους πρώτους που το υποστήριξαν για κάποιες αρετές του, όμως ποτέ δεν υπήρξε σκέψη -τουλάχιστον από μέρους μου- για έκδοσή του κάποτε σε κάποιον αυτοτελή τόμο. 


Με την βασανιστική περιπέτεια της υγείας του Γιώργου, που είχε σαν κατάληξη το θάνατο του το 2009, είχα την σκέψη να το προσφέρω σαν παρηγοριά, ενθάρρυνση, υστερνό δείγμα αγάπης και συμπαράστασης στον φίλο που έφευγε... Στρώθηκα λοιπόν στη δουλειά, με αποτέλεσμα σχεδόν να το ξαναγράψω, προσθέτοντας πλέον δίπλα στο αρχικό κείμενο και …μετάφραση του βογατσιώτικου  ιδιώματος «εις την νεοελληνικήν». Το βιβλίο ετοιμάστηκε  μέσα σε πέντε περίπου μήνες. Το διόρθωσε, το επιμελήθηκε  και το προλόγισε ο Χρυσόστομος Τζημάκας (τραγική συγκυρία: ο Γιώργος Γκολομπίας πέθανε τον Απρίλιο της χρονιάς εκείνης δυο μήνες προτού τυπωθεί το βιβλίο κι o Χρυσούλης τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς).

Έξη (!!!)  μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου -και μετά από δική μου παραινετική προσπάθεια καθώς διέκρινα μια περίεργη νηφαλιότητα  ως προς τη διακίνηση των δωρισμένων 1.000 τόμων που κάθονταν αμανάτ' στα γραφεία του Συνδέσμου- το Δ.Σ. αποφάσισε να διοργανώσει εκδήλωση παρουσίασής του στο Βιβλιοπωλείο Σαββάλας της Θεσσαλονίκης στις 5 Φεβρουαρίου του 2010. Στο μεταξύ το βιβλίο αγκαλιάστηκε από αρκετούς, εκτός του κύκλου των Βογατσιωτών και είχε προκαλέσει κάποια ενθαρρυντικά σχόλια.

 

 

 

Μια πρόσκληση που ...δεν έφτασε ποτέ στους παραλήπτες της!



Κάτω όμως από διαδικασίες μυστικοσυμβουλισμού και άκρως αηδιαστικών μηχανορραφιών η εκδήλωση ακυρώθηκε καθώς το ΔΣ  του Συνδέσμου «σκόνταψε» στο όνομα του φίλου, και σημαντικού συγγραφέα, Θανάση Τριαρίδη ζητώντας μου σχεδόν να απολογηθώ ενώπιον του ΔΣ για την επιλογή του προσώπου αυτού ως παρουσιαστή. Άλλη αιτία ίσως στάθηκε η άρνησή μου να κληθουν στην εκδήλωση οι αρχές της πόλης ή οι εκπρόσωποί τους (αρκετοί των οποίων σήμερα είτε έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την δικαιοσύνη είτε ήδη υπηρετούν την ειρκτή τους "πίσω από τα κάγκελα"). 

Καπαρντίνα που κρύβει χειροπέδες...

    Ο πρόεδρός του Δ.Σ. του Συνδέσμου στη συνέχεια αρνήθηκε να καλύψει ακόμα και τα έξοδα εκτύπωσης των προσκλήσεων και των αφισών που είχαν τυπωθεί για την εκδήλωση που ακυρώθηκε με το επιχείρημα πως… «άλλος ευθύνονταν για την ματαίωσή της».   

 

 

Στις 12 Μαρτίου η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε τελικά, με δική μου πρωτοβουλία και έξοδα, και στέφθηκε από  μεγάλη επιτυχία. 

 

 

 

Ο "ζεστός" χώρος της εκδήλωσης κατάμεστος

  

Μαζί με τους φίλους παρουσιαστές:  τον Νευρολόγο και λόγιο Αριστείδη Τριανταφύλλου στα δεξιά και τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη στ' αριστερά.

Ο πιανίστας Γιώργος Κεχαϊδης στο πιάνο μαζί με τις εξαιρετικες κυρίες της μκρής χωρωδίας που τραγούδησαν Μάνο Χατζηδάκι. Καθιστός διακρίνεται ο αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολης του ΑΠΘ  Νίκος Χουρμουζιάδης.
  
    Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν πολλοί αγαπημένοι φίλοι, άνθρωποι του καλλιτεχνικού -πνευματικού κόσμου και της ακαδημαϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Αυτοί που απουσίασαν βέβαια κραυγαλέα ήσαν οι βογατσιώτες  της Θεσσαλονίκης ή του χωριού -πλην ελαχίστων συγγενών και καλών φίλων που φρόντισα εγκαίρως να προσκαλέσω-.  


Έχουν περάσει βέβαια από τότε τέσσερα χρόνια. Πολύ νερό κύλησε στ’ αυλάκι. Το βιβλίο δωρήθηκε στο «Σύλλογο  Φίλων του Μουσείου Μακεδονικού  Αγώνα» στην Καστοριά και από εκεί διατίθεται. Καμία εκδήλωση στο Βογατσικό, καμία παρουσίαση δεν θεωρήθηκε πως του άξιζε. Σιωπή…
Σε τοπικές εφημερίδες του Νομού  ή σε περιοδικά ευτύχησα να αντικρύσω επαινετικά σχόλια για το βιβλίο. 

 

Βιβλιοκρισία του κ. Δημ. Ιατρίδη στην "Καστοριανή Εστία".


Ο άοκνος δάσκαλος και ερευνητής κ. Γιώργος Αλεξίου στην εφημερίδα "Ο Γέρμας".



Από τον τόπο μου κανείς δεν μπήκε στον κόπο -εκτός της Ουρανίας Μπάγγου- ν' ασχοληθεί μήτε με το βιβλίο ούτε και μαζί μου...

Αξίζει μάλλον να κλείσω εδώ μ' ένα απόσπασμα από το "επίμετρο" του βιβλίου:

 

 

     Δεν υπάρχει θάνατος για όσους παρέμειναν στη ζωή τους παιδιά. (...) Ο θάνατος δεν μπορεί ποτέ ν’ αγκαλιάσει το έπος της παιδικής ηλικίας. Τον τόπο που δεν εγκαταλείπει καμιά μνήμη! Κι όλοι το ξέρουμε πια πως το φάρμακο για το θάνατο δεν το ’χει η ιατρική. Το προσφέρει δωρεάν η μνήμη.
    Το παρόν γράφτηκε με σεβασμό στο βογατσιώτικο ιδίωμα, σαν φόρος τιμής στον ανεξάντλητο σκωπτισμό, στην ευθυκρισία επί παντός επιστητού και στην πολυπραγμοσύνη των συγχωριανών -παλιών και καινούργιων-. Στην αναψυχή, την τέρψη και την κρίση τους ανατίθεται. Ως καταγραφή προθέσεων, πόθων, αισθηματικής μετάληψης και πανηγυρικής συνεύρεσης αλλά και ως λυτρωτική άσκηση θάρρους απέναντι στο δυσβάσταχτο φορτίο του θανάτου ας θεωρηθεί επίσης. Παιχνίδι αδιάλειπτο μιας παιδικής ηλικίας που δεν κουράζεται ποτέ και συνεχίζει απτόητη να λατρεύει τα ψέματα και τα παραμύθια ως τα βαθιά  γεράματα. Μέχρι το τέλος!