Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Αχ, εκείνο «το δέντρο που πληγώναμε»*…

 

   

  ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟN ΓΙΩΡΓΟ ΓΚΟΛΟΜΠΙΑ

 

                               -ένας (απo)χαιρετισμός-

 

 

                                                                                               

                                                    

                                                                                                                  του ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ


(...) Περνώντας κάτω από τις ξύλινες προεξοχές ήταν σαν να ξαναγυρνούσα στην παιδική ηλικία, εκεί που η πραγματικότητα ήταν συγκεχυμένη κι έμοιαζε με τα όνειρα των μεγάλων.
                                                                                               Γιώργου Γκολομπία,  Το άρρωστο σπίτι



Πως αρχίζει ένα μοιρολόγι; Με το μακρόσυρτο μελίσσι του χορού των γυναικών; Μ’ ένα βουβό πνίξιμο στο λαιμό; Η με μια κραυγή-μαχαίρι που σκίζει το καταπέτασμα του ναού στα δυο; Ή μήπως και χωρίς κλάματα; Και να μη φωνάξουμε; 
Αφού ξέραμε... Περιμέναμε!
Όπως κι αν έγιναν τα πράγματα αλήθεια είναι πως το δελτίο καιρού του φετινού Απρίλη μας τα χάλασε. Μας πήρε το Γιώργο Γκολομπία, κόσμημα ανεκτίμητο, καύχημα της γενέθλιας γης.


Πώς αποτιμάται η ζωή και το έργο ενός σημαντικού ανθρώπου; Και ποιος είμ' εγώ που θα τολμήσω να το κάνω; (και πολύ περισσότερο πώς να μπορέσω να το καταφέρω;).
Ας είμαι λοιπόν ένας φίλος, ο ελάχιστος, κάποιος που δέχτηκε κάποτε τη χάρη και τη χαρά της συνεργασίας αυτός που θα πιάσω να σας λέω. Κι επειδή τέτοιες ώρες, η ανασύνταξη της σκέψης υπολείπεται σε ισχύ του θρήνου, μάλλον θα βρεθώ να σας μιλώ με ανακοπές και χάσματα.

Τι ήταν λοιπόν ο Γιώργος Γκολομπίας; Όλα τα παρακάτω: Συλλέκτης, μοναδικός αποθησαυριστής του πολιτισμού της δυτικής Μακεδονίας (και όχι μόνο), ερευνητής -με σπάνια ιστορική κατάρτιση και συνείδηση, εμπειρικός επιγραφολόγος, ειδικός στα χαρακτικά και τους χάρτες. Αυθεντία στις χρονολογήσεις και τις ταυτοποιήσεις έργων, της μεταβυζαντινής περιόδου κυρίως, παθιασμένος με τα φωτογραφικά αρχεία και τις καρτ-ποστάλ, λογοτέχνης ώριμος από πολύ νωρίς. Άνθρωπος προσεκτικός, ακριβής, με άψογα ελληνικά, βαθύς και χαριτωμένος, ευφυής, εμβριθέστατος, και τελευταία αν μπορώ να το πω σχεδόν σοφός. Που δεν σκόρπισε καθόλου το λιγοστό χρόνο του εδώ πάνω: διάβασε πολύ, μόχθησε, έμαθε και δίδαξε: Στάση ζωής, ήθος, πειθαρχία, εργασία και μεράκι. Και μετέδωσε με τρόπο ευεργετικά μολυσματικό πάθος ανίατο για τον «χάρτινο πολιτισμό».

Το δημοσιευμένο -τυπωμένο έργο του φαντάζει ισχνό σε σχέση με το βάθος και τον όγκο του ερευνητικού του πεδίου. Κι αυτό γιατί ο Γιώργος Γκολομπίας υπήρξε εξαιρετικά λεπτολόγος και σχολαστικός σε κάθε τι που έγραφε. Συγκέντρωνε το υλικό του, διασταύρωνε και μόνον όταν πείθονταν απολύτως δημοσίευε. Δεν του ήταν εύκολη η γραφή, έπρεπε «να την παιδέψει πολύ» νωρίτερα. Στη δεκαετία του ‘80 έγραψε μερικά διηγήματα και αρκετές πρωτότυπες παρουσιάσεις αρχειακού υλικού (επιστολών, ημερολογίων κλπ) για το λογοτεχνικό περιοδικό Παραμιλητό του οποίου και υπήρξε βασικός συνεργάτης. Υπήρξε από το 1991-1995 συντάκτης της εφημερίδας το Βογατσικό , του Συνδέσμου Βογατσιωτών Θεσσαλονίκης, έντυπο το οποίο γρήγορα αναβάθμισε και καταξίωσε ανάμεσα σ’ αυτά της Δυτικής Μακεδονίας. Δημοσίευσε νεότατος σε έγκυρα περιοδικά (πχ «Μακεδονικά Χρονικά» της Ε.Μ.Σ.) πολλές εργασίες όπως: Τα σημειώματα των εκκλησιαστικών βιβλίων Καστοριάς (1986), Η χρονολόγηση των τοιχογραφιών Αγ. Ανδρέα Ελεούσας (του Ρασούλη) στην Καστοριά, Ανέκδοτες επιγραφές και συσχετισμοί τοιχογραφικών συνόλων Καστοριάς (1988), Η κτητορική επιγραφή του Ναού των Αγίων Αποστόλων Καστοριάς και ο ζωγράφος Ονούφριος κ.α.





Με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Βιβλίου της Κοζάνης εξέδωσε τη μελέτη – Λεύκωμα Οι καρτ-ποστάλ της Κοζάνης (1996) και το μνημειώδες Λεύκωμα της Συλλογής Γ. Γκολομπία για τον Λεωνίδα Παπάζογλου (2005). Συμμετείχε με υλικό του αρχείου του σε αρκετές θεματικές εκθέσεις όπως το 2004 στην έκθεση Χαρτογραφώντας τη Μακεδονία 1870-1930 κ.α. Ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με την Αγιορείτικη κοινότητα, συνεργάστηκε για πολλά χρόνια στενά με τον μοναχό Ιουστίνο της Σιμωνόπετρας για την σύνταξη και ολοκλήρωση του μεγάλου corpus των χαρακτικών του Αγίου Όρους. Υπήρξε υπεύθυνος της Αγιορείτικης Πινακοθήκης. Ήταν μέλος πολλών εταιριών, μεταξύ του οποίου και του Ε.Λ.Ι. Α., συμμετείχε ως εμπειρογνώμων σε δημοπρασίες χαρακτικών και σπανίων βιβλίων ενώ η άποψή του είχε πάντοτε βαρύνουσα σημασία ανάμεσα στους συλλέκτες του χώρου.

Για την ιδιαίτερη περίπτωση και την έμφυτη περιέργεια του Γιώργου -όργανο και όπλο του ερευνητή που θα προέκυπτε στο μέλλον- αξίζει να διηγηθώ δυο στιγμιότυπα:
Στη δεκαετία του ’70 , θάμαι τότε ως δώδεκα χρονών και, όλο γυροφέρνω το πρακτορείο εφημερίδων στο χωριό μας μη τυχόν και μου ξεφύγει κανένα περιοδικό και δεν θα το ξεφυλλίσω στα κλεφτά και βέβαια μη τυχόν και προλάβει κανείς και αγοράσει πρώτος το «Μικρό Σερίφη». Ο πατέρας του Γιώργου με πειράζει:
«Ακόμα τέτοια διαβάζεις;»
«Γιατί;» απαντώ εγώ όλο χολή και πίκα.
«Μα καημένε ο Γιώργος ήδη διαβάζει και το Ιστορία Εικονογραφημένη της Πάπυρος Πρές!». (Το έντυπο που εγώ μόνο από το εξώφυλλο γνώριζα, ο μικρός Γιώργος Γκολομπίας τόχε παρέα στο προσκεφάλι του -δέκα χρονών παιδί!).
Δυο χρόνια μετά, η Καστοριά ανατριχιάζει όταν μαθεύεται πως κάποιο μικρό παιδί δεν έχει επιστρέψει το βράδυ στο σπίτι του. Κινητοποιούνται οι πάντες κι οι πυροσβέστες βρίσκουν ένα αφημένο ποδήλατο κοντά στην είσοδο της ανεξερεύνητης σχεδόν τότε «Σπηλιάς του Δράκου» με τα εντυπωσιακά δώματα των σταλαγμιτικών σχηματισμών. Λίγο μετά βγάζουν με τα φαναράκια τους από κει μέσα το Γιώργο Γκολομπία!
(Δεν ξέρω γιατί θέλω να ξεγελιέμαι πως σε μια τέτοια σπηλιά έχει μπει ο φίλος μου κι όπου νάναι θα ξαναβγεί και θα τον χαρούμε να μας διηγείται με πάθος…)






Πολλά πιστεύω θα γραφτούν τις επόμενες μέρες και στο μέλλον για το Γιώργο. Κρατώ όμως σαν πρώτη γεύση όσων θ’ ακολουθήσουν αυτά που έγραψε ο Ν. Βατόπουλος στην «Καθημερινή» της 30.4.2009:
«Ήταν» γράφει, «από τους πιο σοβαρούς ερευνητές στο χώρο της ιστορικής φωτογραφίας, των χαρτών και των τεκμηρίων του χάρτινου πολιτισμού». Ο συνεργάτης του, στην δημιουργία της έκθεσης και του λευκώματος του Αρχείου Λεωνίδα Παπάζογλου στα 2005, και διευθυντής τότε του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης κ. Κωστής Αντωνιάδης είπε: «Ήταν εξαιρετικά εύστοχος στην επισήμανση της λεπτομέρειας και ακριβής στην καταγραφή της τεκμηρίωσης». Ο Ν. Τόλης που συνεργαζόταν μέχρι τώρα μαζί του στο υπό έκδοση λεύκωμα «Από την απελευθέρωση στο Γράμμο»: «Ο τρόπος που έζησε αποτέλεσε μάθημα ζωής για όλους μας».

Η γενέτειρά μας λοιπόν
, το Βογατσικό , ορφάνεψε μέσα στον φετεινό Απρίλη. Ο Γιώργος είχε δουλέψει πολύ πιάνοντας το νήμα του χρόνου, σχηματίζοντας την ιστορία του τόπου, βασισμένος σε κάθε έγκυρη προφορική ή γραπτή μαρτυρία και όπου αυτό ήταν δυνατόν με την φωτογραφική τεκμηρίωση.
Μέγα το πάθος του, και αγιάτρευτο μέχρι το τέλος, για το γενέθλιο τόπο. Υπεραγαπούσε τη Καστοριά. Λάτρευε όμως το Βογατσικό. ΄Εχτισε εκεί προτού είκοσι χρόνια σπίτι και είχε την ελπίδα πως θα 'χει την ευκαιρία να μένει κάποτε εκεί.

Είχε ένα τρόπο γλυκό και δοτικό να πλησιάζει τους απλούς ανθρώπους. Κάποια βαθύσκιωτα πλατάνια του χωριού, γέροντες που η μνήμη τους στα απώτερα δεν ήταν ακόμα θολή. Και νεότερους ακόμα, με πείρα όμως στην ιστορία του τόπου και σε μνήμες παραδομένες σ’ αυτούς. Καταλάβαινε που βρίσκεται το νερό. Σαν τους ραβδοσκόπους τ’ άκουγε να κυλάει και τόβρισκε. Έσκυβε έπινε μα δεν ξεδιψούσε ποτέ. Το να ακούς είναι τέχνη μεγάλη και σοφία αληθινή. Κάποτε το κατάλαβα: Όπως συνήθιζε να μπαίνει στα θεοσκότεινα σπίτια, τα κατάκλειστα κι ερειπωμένα, έτσι ακουμπούσε στις ψυχές των ανθρώπων μέσα. Φωτογραφίες και πράγματα παλιά, αρχαία και ξεχασμένα απ’ όλους, δέχονταν το χάδι της ματιάς του κι αποφάσιζαν να του μιλήσουν. Κλειστές κάμαρες, ανήλιαγα υπόγεια- ίδια κλειστές ψυχές και στόματα- άνοιγαν και άφηναν στα χέρια του επάνω, νοήματα και μυστικές κλειδωμένες για τους πολλούς φωνές. Όταν ο Γιώργος κοίταζε παλιές φωτογραφίες μαγεύονταν. Και παράσερνε το συνομιλητή του σ’ αυτή τη μαγεία. Δεν ήταν μονάχα αναπόληση. Υπήρχε κάτι απολύτως ερωτικό στο παρελθοντικό αυτό κοίταγμα. Σχεδόν προχθές μόλις, αφήσαμε τη ματιά μας να πέσει πάνω σε κάτι φωτογραφημένα καλοκαίρια στο χωριό (της δεκαετίας του ‘50 ίσως). Μια γυναίκα έχει σηκώσει το φόρεμα ψηλά στους μηρούς προκειμένου να διαβεί τα νερά του Αλιάκμονα. Και τι δεν είπαμε… Έζησε κι εκείνη θαρρώ μαζί μας το παίνεμα και το θαυμασμό που ξεσήκωσε. Και φυσικά θα κολακεύτηκε εκεί που βρίσκεται.

Πολύ πρόσφατα, κάνοντας τις παρατηρήσεις του σε κάποιο μου κείμενο, απόρησε με κάποια σαφώς δηλωμένη αποστροφή μου προς τη μυρωδιά της μούχλας και των υπογείων. «Κάνεις λάθος» μου είπε. «Τα υπόγεια και η αποφορά της μούχλας διόλου δυσάρεστα δεν είναι!». Και τότε συνειδητοποίησα πως μιλούσα με τον άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή προσπαθούσε ν’ αναστήσει έναν πεθαμένο κόσμο. Αυτόν των σκοταδιών, των υπογείων και της λησμονημένης χώρας.



Λίγο πριν τον "χτυπήσει" η αρρώστια γίνονταν η έκθεσή του για τον φωτογράφο Λεωνίδα Παπάζογλου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Γιώργος μια «γαλιάντρα» που κελαηδεί ασταμάτητα. Ξεναγός αεικίνητος ο ίδιος, αλλά μαζί και λαμπερός οικοδεσπότης της έκθεσης, δεν κρύβει τον ενθουσιασμό και τη χαρά του, διόλου δεν κουράζεται να καθοδηγεί με τη σειρά τα αλλεπάλληλα «γκρουπάκια» του κοινού που καταφθάνουν και να τα φέρνει αντιμέτωπα με τις αρχές του 20ου αιώνα στην Καστοριά. Σε έξαψη ατέλειωτη, βυθισμένος σε πάθος αληθινό, σε μέθεξη διαρκή και με τα ελληνικά του να αστράφτουν. Γλαφυρός, κι όλο να κάνει τις απλωτές του στο οικείο πεδίο και να μεταδίδει τον ενθουσιασμό και τη λατρεία σ’ αυτό που έκανε. ΄Εργο ζωής σχεδόν βλέπεις… Τον ζήλεψα και τον χάρηκα μαζί. Κολακεύτηκα ειλικρινά που αυτό το παιδί ήταν βογατσιωτόπουλο και φίλος μου. Η έκθεση έκανε πάταγο αληθινό. Διθύραμβοι πλέχτηκαν γι αυτήν και άρθρα εγκωμιαστικά και εκτενή στόλισαν με τις φωτογραφίες που ο Γιώργος διέσωσε, τον σχολιασμό της. «Μνήμη και συγκίνηση» έγραψαν. Ακολούθησε η περιφορά της έκθεσης στο Μπενάκειο στη Αθήνα αλλά και στη Βουλγαρία (Σόφια).

Λίγον καιρό μετά η παγωμάρα μιας αμείλικτης διάγνωσης. Σκληρή, επιδεινούμενη σταδιακά κι αγιάτρευτη αρρώστια τον περίμενε. Όπως όλοι οι ασθενείς , όσο ισορροπημένοι κι αν είναι, όσες εφεδρείες ψυχικές κι αν διαθέτουν, πέρασε τα αναμενόμενα στάδια που φτάνουν από την εξέγερση μέχρι τον πανικό και την κατάθλιψη-αποδοχή. Όμως ο Γιώργος πήγε και λίγο παραπέρα. Γαλήνεψε και υποτάχτηκε στα καμώματα της αρρώστιας, την δέχτηκε αλλά και σαν παιδί έπαιξε μαζί της δεν της δόθηκε. ΄Αφησε και για το όνειρο μια θέση. Μαζί μ’ αυτόν φαίνεται πως ονειρεύονταν κι άλλοι. Το αδιάκριτο μάτι μου πέφτει τις τελευταίες μέρες στην αρχή (ως εκεί) ενός γράμματος κάποιου μοναχού προς το Γιώργο: «Αγαπητέ Γιώργο είδα απόψε ένα όνειρο…». Κι ο Γιώργος καθηλωμένος από καιρό σε αναπηρικό καροτσάκι εργάζεται, διαβάζει ασταμάτητα, συνομιλεί αδιάκοπα, διαλογίζεται, δυναμώνει και περιμένει…
Έβγαλε εις πέρας την αναδρομική έκθεση για τον καστοριανό ζωγράφο Βασίλη Παπαντίνα πριν από δυο χρόνια. Πέρυσι κιόλας επιμελήθηκε το ημερολόγιο της Ομόνοιας του 2009 αφιερωμένο στον ζωγράφο Δούκα Σαχίνη. Δεν έπαψε ποτέ να αλληλογραφεί, να επικοινωνεί να συντονίζει. Βρίσκονταν σε καθημερινή σχεδόν επαφή με τον Πατέρα Ιουστίνο της Σιμωνόπετρας για τη σύνταξη του μνημειώδους corpus των χαρακτικών του Αγίου Όρους έργο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ολοκλήρωσε όμως-όπως μάθαμε- με τον Ν. Τόλη το Λεύκωμα «Από την απελευθέρωση στο Γράμμο» που δεν κυκλοφόρησε ακόμα.

Καθώς μιλούσαμε πολύ πρόσφατα για την παιδική μας ηλικία τόφερε και πάλι ο λόγος στην ταινία «Το δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη. (Θυμήθηκα που πριν αρκετά χρόνια μου σύστησε θερμά τον Κάμπο της Χίου για διακοπές και δεν είχε άδικο). Εγκωμιαστικά σχεδόν λατρευτικά τα σχόλιά του για την ταινία. «Αυτή η ταινία με κάνει πάντοτε να συγκινούμαι και να κλαίω όσες φορές κι αν τη δω» μου εξομολογήθηκε. «Η μουσική του Παπαδημητρίου συγκλονιστική, μεγαλειώδης, απολύτως κλασσική. Θα μείνει!» μου είπε επίσης. Του υποσχέθηκα Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ να τη δούμε μαζί. Βρεθήκαμε και πιαστήκαμε να μιλάμε με τις ώρες. Νυστάξαμε και είπαμε «μιαν άλλη φορά»...
Μια αδιάκοπη συγκίνηση του προκαλούσε η παιδική ηλικία και η ανάμνησή της. Γιατί όμως; Μα γιατί ό,τι ανήκει στη νεότητα θάλλει. Ό,τι ανήκει στην παιδική ηλικία υπόσχεται. Ζωή τουλάχιστον. Κι από ‘δώ ξεπηδούσε και η σκέψη πως ίσως ό,τι βρίσκεται και πιο πίσω ακόμα από αυτήν -ακόμα κι αν έχει πεθάνει- μπορεί να υπάρξει και πάλι. Δεν πίστεψε ποτέ στο θάνατο. Δεν στάθηκε ποτέ σ’ αυτόν σαν εμπόδιο και αξεπέραστο στάδιο. Δεν παραδέχτηκε ποτέ πως ότι γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε αληθινά μπορεί ποτέ να πεθάνει.





Μέσα από τη δική του διεξοδική ματιά κατάφεραν να ζωντανέψουν οι: Πιτένης βιβλιοπώλης της Κοζάνης, Παπαδήμος Οικονόμου ιεροδιδάσκαλος Βογατσικού, Λεωνίδας Παπάζογλου φωτογράφος της Καστοριάς, Ονούφριος- ζωγράφος της μεταβυζαντινής περιόδου, Παπαντίνας Βασίλης- ζωγράφος πόλεως Καστορίας και πολλοί άλλοι. Κι ένα σωρό ανώνυμοι των επιγραφών και επιμελείς σημειωτές των Μηναίων των εκκλησιών πόλεως Καστορίας. Ο Γιώργος κοιτούσε μονίμως προς τα πίσω είχε θαρρείς ερωτευτεί το παρελθόν. Το μέλλον έμοιαζε σχεδόν να μη τον αφορά. Απλώς επρόκειτο να συμβεί. Η απασχόληση και η έγνοια του ήταν αλλού. Τα βιβλία που θα μας έγραφε κι αυτά απλά περίμεναν ταξινομημένα και θα γεννιόνταν σ’ έναν τοκετό που θ’ αποφάσιζε και πάλι το παρελθόν. Κι αλήθεια πριν από τέσσερα χρόνια κι εγώ πίστευα πως τα βιβλία του Γιώργου από δω και πέρα θα ‘ταν κατακλυσμός. Όλο αυτό το υλικό θα γεννούσε δεκάδες βιβλία αξιόλογα. (Άλλες όμως οι βουλές των ανθρώπων…).

Το Πάσχα μαζί με το Χριστό ο Γιώργος περνούσε και το δικό του Γολγοθά. (Να μη τα διηγηθώ…). Έκανε κι ευχέλαιο να σταματήσει το κακό. Στο τραπέζι που εργάζεται μπροστά σε δύο «νηνία» αγίων («προσοχή είναι του 1670…» έλεγε «μη κάνουμε καμιά ζημιά»,-κι η αρρώστια να σέρνει το χορό…) δε σταματάει διόλου να καίει το καντήλι. Το βράδυ του Σαββάτου στις 25 Απρίλη, μιλήσαμε για πάνω από μια ώρα στο τηλέφωνο, κι αφού του διάβασα την εισαγωγή ενός βιβλίου που γράφω, αφιερωμένο σ’ αυτόν, έκανε καίριες διορθώσεις και οξυδερκείς παρατηρήσεις σαν πάντοτε. Το απόγευμα της επόμενης μέρας «κουράστηκε» -είπε- και χαμήλωσε τα φτερά του. Ξημερώματα της άδικης Δευτέρας 27 Απρίλη 2009, έσβησε σ’ έναν ύπνο που του χάρισε ο άγγελος…

Όμως δεν υπάρχει θάνατος για όσους παρέμειναν πάντοτε παιδιά-ο Γιώργος ήταν ένας απ’ αυτούς- κι όταν τόσοι ολόγυρα αρνούνται να τους ξεχάσουν. Και που είναι έτοιμοι στο αντάμωμα –κάποτε- να πιάσουν και πάλι να λένε και να λένε. Για το έπος της παιδικής ηλικίας. Τη γλυκιά πατρίδα που δεν εγκαταλείπει καμιά μνήμη!







Για το «πόσο φτωχύναμε» δε θέλω να ξανακούσω. Μπροστά σε τέτοια κληρονομιά που έχει αφήσει πίσω του αυτός ο άνθρωπος; Κάποιος μονάχα με συναίσθηση ευθύνης, με συνείδηση, ιερή προσήλωση, έρωτα και σεβασμό στο υλικό που θα συναντήσει , έχοντας την ανάλογη γνώση οφείλει να πλησιάσει. Πρόκληση και «πεδίον δόξης λαμπρόν» για όποιον θα τολμήσει. Να δημοσιεύσει, να σεβαστεί, να προστατεύσει, ν’ αναδείξει:
Το έργο μιας σύντομης ζωής που δόθηκε και ξοδεύτηκε σε όλα εκείνα που η λανθάνουσα τρέλα της εποχής θεωρεί ασήμαντα και πεθαμένα. Σε όλα εκείνα δηλαδή τα περασμένα που εγκαθιδρύουν τη συνέχειά μας και μας δένουν με το χώμα σαν συνειδητούς προσκεκλημένους επισκέπτες.
Όσο για την περίφημη συλλογή του Γιώργου** με το αρχείο Λεωνίδα Παπάζογλου που αριθμεί 2.500 επεξεργασμένες, ταυτοποιημένες και χρονολογημένες φωτογραφίες έχω το όνειρο (και την απαίτηση μαζί) πως η πόλη της Καστοριάς θα δεσμευθεί, επειγόντως και χωρίς περιστροφές, για τη συγκρότησή της σε εξαίρετο Μουσείο της πόλης. Κι αυτό θάναι το καλύτερο κερί στη μνήμη του…









* Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΔΟΣ της Καστοριάς στις 7.5.2009-αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Το Βογατσικό" στο τεύχος που αφιερώθηκε στον Γ.Γ..

** Ο γυιός του Χρήστος δώρησε ολόκληρο το Αρχείο Γιώργου Γκολομπία στο Μουσείο Μπενάκη εδώ και τρία περίπου χρόνια.

- Οι φωτογραφίες που κοσμούν το κείμενο είναι από την ταινία του Δήμου Αβδελιώδη "Το δέντρο που πληγώναμε". Οι φωτογραφία του Γιώργου Γκολομπία ανήκει στο αρχείο της οικογένειάς του.