Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Το επίμονο έλατο...


                        φωτο : Γιώργος Σπάνιας


Ναι... ακριβώς! Σωστά μαντεύετε... Το έλατο εκείνο της αυλής μας στο Βογατσικό που φύτεψα πριν από σαρανταπέντε σχεδόν χρόνια... και που κολόβωσε η ΔΕΗ επειδή εμπλέκονταν με τα καλώδιά της πείσμωσε. Βρήκε και πέταξε κορφούλα και πάλι... 

Συμπαραστάτης του τώρα στην προκλητική του ανύψωση κι ένας λίαν ατίθασος και ζωηρός Ιβίσκος -ένα ζιζάνιο κανονικό- που στέφει αμισθί τα κάγκελα της σιδερόπορτας της εισόδου του σπιτιού. Αποφάσισε λοιπόν να σκαρφαλώσει τα κλαδιά του δέντρου και να φτάσει ως την κορυφή... 

Στολισμένο έλατο αυγουστιάτικα πρώτη φορά αντικρίζω...
Και με τέτοια πρόθυμα και θυμωμένα μαζί πανηγυριώτικα κόκκινα στο μεϊντάνι!






Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Παύλος και Ναταλία




Παραμύθι

του Ηλία Παπαμόσχου*
 
 
   

Είναι τώρα μαζί, όπως εκείνη το θέλησε, όταν ξανα-
βρεθούν να κοιμηθούνε μαζί, ο Παύλος κι η Ναταλία∙ 
για πάντα.

    Σε μια φωτογραφία τραβηγμένη σε κάποια μικρή, απ’
ό,τι φαίνεται, κάμαρα, ο θαυμασμός κι η αγάπη σμίγουν
στο βλέμμα της, είναι καθισμένη σε μια πολυθρόνα κι αυ-
τός στο μπράτσο της, γερτός κατά τη μεριά της, βαστώ-
ντας κόντρα με το χέρι απ’ ενός κρεβατιού τα κάγκελα,
δεν κοιτά στον φακό, μα κάπου πλάγια, δεν θα μάθουμε
πού, πίσω ή μπρος, στον χρόνο εννοώ. Μπρος ίσως, σαν
άντρας που όλο και κάτι επιθυμεί, μοιάζει με το βλέμμα
του ν’ αναμετρά τις δυσκολίες, ενώ εκείνη, όπως οι γυ-
ναίκες, απλά, δίνεται, κι έχει μάτια μόνο για κείνον, ζει
στη στιγμή, δίπλα του, να τον συντροφεύει ακόμη και στα
νοερά του ταξίδια στου πόθου τα ιερά χώματα.
 Είναι τώρα μαζί, μες στου μικρού ναού το ημίφως,
μπαίνει και σαν μια σκάλα το φως ενώνει γη κι ουρανό,
αυτό που όλα τα φανερώνει μένοντας απρόσιτο. Ήταν τ’
όνειρό της να σμίξουν, τα κόκαλά τους να μπλεχτούν, ένα
να γίνουν, σαν το στερνό της σάρκας πασπάλισμα σβη-
στεί. Ένας αρχάγγελος φυλάγει τα οστά τους, έρμα που
έριξαν πίσω ψυχές που αγαπήθηκαν. Η εκκλησία είναι χα-
μηλή κι όμως, άμα μπεις μέσα και κοιτάξεις ψηλά μοιάζει
ν’ αγγίζει τα ουράνια, κι οι άγιοι στο τέμπλο στο ύψος
του ανθρώπου, νομίζεις πως πριν έρθεις περπατούσαν στα
κλίτη κι έτρεξαν τη θέση τους να πάρουν, σαν παιδιά.
     Εδώ ετοίμασε για την ταφή το σώμα του ήρωα ο μη-
τροπολίτης Καραβαγγέλης, ακέφαλο ήταν τότε, και στο
νεκροταφείο, που ήταν πλάι στον ναό, το έθαψε. Χρόνια
μετά, όταν κεφάλι και κορμί ενωθήκανε, μες στην αγία
τράπεζα κάτω από μια πλάκα το ’θαψε, μέσα σ’ ένα κουτί,
μαζί μ’ ενθύμια απ’ τα παιδιά του, που τα σκεφτόταν συχνά
όταν έλειπε κι αναρωτιόταν άμα τον θυμούνται κι έπειτα
ευχόταν να τον ξεχνούν για να μην στενοχωριούνται.
      Έξω απ’ τον ναό παίζουν παιδιά, ένα ξεκόβει και μπαί-
νει τρεχάτο μέσα, κοκαλώνει κει στο έμπα και κοιτά τους
αγίους στο τέμπλο, τους άλλους τους αχνούς που λες σιγά
σιγά τους παίρνει μέσα ο τοίχος, κι έπειτα το φως που
μπαίνει απ’ το ιερό. Τι μπαίνει μέσα στον ναό; Μπαίνουν
το φως κι ο άνθρωπος. Τι σχέση έχουνε τούτα τα δυο, τι
σχέση έχουνε μεγάλος και παιδί; Άραγε να γνωρίζει το
παιδί που μπήκε πως κάποιος από κείνους που τον έχτι-
σαν (μάστορας ήταν, αρχιμάστορας ή αρχιτέκτων;), παίζο-
ντας λες κι αυτός, χάραξε εκείνη τη φράση και το απλοϊκό
σχέδιο του χταποδιού, που και για ήλιος μοιάζει, πάνω
σ’ ένα βήσαλο και το ’χωσε στη σάρκα του ναού; Μπορεί
θαλασσινός να ’ταν και να νοστάλγησε μες στα βουνά τη
θάλασσα, όμως σαν αλληγορικά ακούγονται τα λόγια, το
ζωντανό συμβολική σαν να ’χει σημασία, αφού είναι ει-
πωμένο από παλιά πως το χταπόδι είναι ένας δαίμονας,
που πάλεψε να εμποδίσει την εμφάνιση της ζωής στη γη.
Ίσως γι’ αυτό η φράση λέει, αν δεν προστάζει κιόλας, να
βγει απ’ τα νερά, κι ο χρόνος αέναη διάρκεια φανερώνει,
ΤΡΕΧΕΤΕ, λέει, ΤΡΕΧΕΤΕ ΝΑ ΕΥΒΓΑΛΟΜΕ ΤΟ ΕΚΤΑΠΟ-
ΔΗ ΕΚ ΤΗC ΘΑΛΑCCHC. Το χέρι που χάραξε τη φράση,
φαίνεται, θεωρούσε παντοτινή την απειλή και ο ναός την
ταξιδεύει μες στον χρόνο, σαν φυλαχτό, σαν ξόρκι για
έναν φόβο. Μένει κοκαλωμένο το παιδί, τη νύχτα, όταν
φοβάται, όλο αφέλεια θα τραβάει τα σκεπάσματα την όψη
του να κρύψει μέσα σ’ αυτό που το τρομάζει, το φως και
τα πλοκάμια του το κλώθουν, όμως, τώρα, και πλάι του
είναι αυτοί που διάβηκαν τον μέγα φόβο και σαν παιδιά
που απόκαμαν να παίζουν το παιχνίδι της κοιμούνται πια
μαζί, γιατί δεν είναι πιο μεγάλο φυλαχτό απ’ την αγάπη.





*Το διήγημα αυτό του φίλου καστοριανού συγγραφέα Ηλία Παπαμόσχου περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του που με τον τίτλο "Ο μυς της καρδιάς" κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

-H ανάρτηση αυτή γίνεται με την ευκαιρία της διοργάνωσης από "ομάδα φοιτητριών του Βογατσικού"  εκδήλωσης στο Βογατσικό, την 20η Αυγούστου 2015, με τον  τίτλο: “Ναταλία Μελά-Δραγούμη, γυναίκα σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα “. Περιέργως η εκδήλωση προηγήθηκε των λοιπών εκδηλώσεων, δεν προαναγγέλθηκε και δεν συμπεριλήφθηκε στο ..."επίσημο" πρόγραμμα για τα "Νιάμερα 2015" όπως αυτό δόθηκε στα δελτία τύπου τον Ιούλιο.

-Η φωτογραφία της ανάρτησης ανήκει στο αρχείο του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και έχει δημοσιευθεί στο  Λεύκωμα "Παύλος Μελάς ένας άνθρωπος της εποχής του" -με φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της Ναταλίας Ιωαννίδη σε επιμέλεια των Περσεφόνης Καραμπάτη & Βασιλείου Νικόλτσου που εξέδωσε το Μουσείο Μακεδονικού αγώνα το 2014.
-Το σκαρίφημα της επιγραφής από τον Ταξιάρχη της Μητροπόλεως Καστοριάς έχει παρθεί από το εξαιρετικό πόνημα του Ν.Κ. Μουτσόπουλου "Εκκλησίες της Καστοριάς" - εκδόσεις Παρατηρητής, 1992.