Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Kαλές Γιορτές!

Βογατσικό 1954...


    
   Ναι! Είναι ο κεντρικός δρόμος (ου τζιαντές) στο Βογατσικό που κατηφορίζει από το Παζάρι κατά τα πηγάδια  "στο Σκλίκα". Χειμώνας σε εποχές που ο καιρός χιόνιζε με την ψυχή του. Κάποτε είχα ευτυχοδυστυχήσει -στην δεκαετία του '70 ήταν- να δω και 'γω να υψώνεται το χιόνι πάνω απο ένα μέτρο. Όταν έπιανε ανεμοσούρι, μεριές -μεριές αυτό έφτανε "ένα μπόϊ". Κάποτε "το κάρφωνε" κάτω μέχρι το Μάρτη περίμενοντας να πέσει κι άλλο...

   Η φωτογραφία μου θυμίζει τους πίνακες των Μπρέγκελ όταν ζωγραφίζουν χειμωνιάτικες σκηνές στην επαρχία του 16ου αιώνα. 

   Το πλέον γουστόζικο στοιχείο αυτής της φωτογραφίας δεν είναι τόσο οι γυναίκες που παίζουν με τα χιόνια (δυό μάλιστα μαυροφορούσες από πρόσφατα πένθη-η μια είναι η γιαγιά μου κι η άλλη η συνυφάδα της "Βάτσιω") και τρεις νεαρότερες [αναγνωρίζονται εύκολα η μάνα μου Ελένη και η  μακαρίτισα  πια θειά μου Αλεξάνδρα ] όσο ο μικρός που παρακολουθεί τη σκηνή περπατώντας χωρίς να σταματήσει την πορεία του. Μια αλήτικη σχεδόν παρουσία, τραγιάσκα, παντελόνια χωμένα στις μπότες και ..."τζιουμπανίκα" παραμάσχαλα! [μάλλον Παραμονή Χριστουγέννων η λήψη].

    Φωτογραφία από μια εποχή σκληρή, φτώχειας και σπαραγμών. Αλλά που έδινε απλόχερα το μικρό μερίδιο της χαράς που αναλογεί σε όλους τους ανθρωπους.

 Που ποτέ δεν τους ξεχώρισα από τα ορφανά πέτεινά τ' ουρανού. Τα πεινασμένα, διψασμένα και άπορα: Για ένα απάνεμο κλαρί, ένα σπυρί σταριού, ένα γλυκό λάλημα να συντροφεύει το χειμώνα τους...


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Παλαιών ημερών Ανάμνησις*



                                                                                   του Νώντα Τσίγκα



                                           Με λαμπυρίσματα γυαλιού, με τη σιγή τραγουδούσε το χιόνι.
                                                                             Γ. Σεφέρης, "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄"







  Έκαμε τη σπουδαιότερη δουλειά στο σκηνικό ο ποιητής. Το χω ακούσει το τραγούδι του χιονιού μέσα στη νύχτα. Σαν ανασαμός γυναίκας, πάπλωμα που τραβιέται από την επαφή του σώματος διωγμένο από όνειρα τρικυμιώδη και ιδρωμένα, ψιθύρισμα ερωτικό στο καταχείμωνο μέσα. Κι ο ζαχαρένιος ο πάλλευκος κόσμος να σου παραδίνεται το πρωί ολοκαίνουργιος εις αναψυχήν και δρόσον καθαρμού. Θέλω να κάμω πιο λαμπερή τη γιορτή και στήνω το σκηνικό με σπουδή.
Δεν ξέχασα λοιπόν να απλώσω το άμωμο χιόνι. Χριστούγεννα, πώς χωρίς;
Ας έλθουν τώρα ζωή και φασαρία. Κίνηση και βιάση στα σοκάκια και την πλατεία. Αδιάκοπο πηγαινέλα μεγάλων και μικρών, ανδρών και γυναικών η δράση. Γρήγορες ανάσες, αναπνοές φανερές μικρά εργοστάσια που εξαχνώνουν μικροσκοπικά νέφη στο κρύο. Οι ροδομάγουλοι άνθρωποι, κόκκινες μύτες και αυτιά. Ας σκορπίσουμε και τη μυρωδιά του καμένου ξύλου ολόγυρα. Σταφίδες στις τσέπες. Κάστανα στη φωτιά. Κι ένα σιωπηλό μαγκάλι αναμμένο στη σάλα. Κυδώνια και μανταρίνια στο αργυρένιο τάσι το προικώον. Το καλό τραπεζομάντιλο το πορφυρό απλωμένο με φροντίδα στο τραπέζι και πρώτη φορά τόσα γλυκά να περιδιαβαίνουν τα χείλη. Σαραγλιά, μελομακάρονα και κουραμπιέδες στην τιμητική τους.

Ένα αζευγάρωτο κοτσύφι βάζει τελείες και σημαίνει παύσεις με το μαύρο του κορμάκι πάνω στο απέραντο λευκό.

          

Mουσείο Ερμιτάζ -Αγία Πετρούπολη (φωτ. Ν. Τσίγκας)
Υπάρχουν και οι ζημιωμένοι της γιορτής. Οι επιμελώς πεπαχυμένοι όλη τη χρονιά χοίροι που οδηγούνται στον τόπο του μαρτυρίου τους εν χορδαίς, τυμπάνοις και αλλαλαγμοίς. Τα ζώα αντιστέκονται εμφρόνως στη σφαγή και η σπαρακτική τους φωνή απλώνεται σαν άγγελμα λύπης ολόγυρα. Πνιχτή στο τέλος η κραυγή και αιμάτινος ρόγχος. Ακινησία. Σιωπή.

Το χιόνι τώρα κόκκινο.

Προσωρινή η λύπη. Τα σπλάγχνα αχνίζουν κι η καρδιά ακόμα να πάλλεται ενώ έχουν όλα τελειώσει. Στο στόμα του μικρότερου της παρέας μακάβριο μπαίγνιο τώρα εκπτύσσεται και φουσκώνει. Ένα ζωντανό μπαλόνι -η ουροδόχος κύστη του ζώου- βρίσκει το δικό της δρόμο στην ψυχαγώγηση του ακούραστου παιδικού όχλου. Το κρέας κομματιάζεται. Λάβετε, φάγετε. Τσιγαρίδες, τηγανιές, λουκάνικα, λίγδες, καβουρμάδες. Θ’ ακολουθήσει κι η γουρουνοχαρά. Το αληθινό διεμοιράσαντο ...χριστουγεννιάτικα. Όλοι του σπιτιού, γείτονες, φίλοι και συγγενείς θα έρθουν. Οι άνθρωποι θα ζαλιστούν με μπρούσκο και θα μεθύσουν, θα χαρούν και θα φιλιώσουν, θα τραγουδήσουν και θα χορέψουν. Η γιορτή εισχωρεί διαβρωτικά εντός τους και μαλακώνει το τραχύ μάρμαρο της ψυχής μέσα στην πλέον βουκολική και απελέκητη φύση.



Βλέπω τον μπακάλη. Έχει βαρεθεί να μουντζουρώνει και να σβήνει χρέη στο μπακαλοτέφτερο. Τραβάει που και που γραμμές κόκκινες για να ζητήσει από αύριο κιόλας τα χρωστούμενα από τους ασυνεπείς. «Γράφ’ τα» ή «Σβήσ’ τα». Όπως κι αν ακούγονταν, σ’ όποιον τόνο κι αν ξεστομίζονταν έμοιαζε να ‘χουν το ίδιο βάρος, την ίδια αριστοκρατική αξιοπρέπεια και αρχοντιά. «Το πρόσωπο είναι σπαθί», «ο λόγος μου συμβόλαιο…» και τα τοιαύτα.
Τώρα αποτραβιέται σε μιαν άκρη στο μαγαζί. Έχει στήσει ένα πρόχειρο πάγκο στο μισοσκόταδο και καταπιάνεται να καρφώνει τους ημεροδείκτες σε μια χαρτονένια εικόνα. Θυμόσαστε, εκείνους τους ημεροδείκτες που καθώς αφαιρούσες το χαρτάκι της προηγούμενης μέρας διάβαζες στο πίσω μέρος της μικρής σελίδας και το στιχάκι για την σημερινή που έτρεχε:

                         Ρώτα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
                         κι όλα θα σου στο πούνε,
                         σαν τον δικό μου έρωτα
                         για σένα, δε θα ιδούνε

Και μη θαρρείτε πολλά -πολλά, για κάτι ταπεινές από χαρτόνι έγχρωμες εικόνες ο λόγος, άλλοτε με αγίους καβαλάρηδες που σκοτώνουν το δράκο, την Παναγιά βρεφοκρατούσα κι άλλοτε ανύπαρκτα τοπία με έλατα και λίμνες, βουνοκορφές χιονοστεφείς και προ πάντων καράβια που παραδέρνουν όρθια στις τρικυμίες. Αυτά οι εικονογραφήσεις των χαρτονιών. Με δύο πρόκες στο πίσω μέρος τους στερεώνεται ο ημεροδείκτης. Πάνω και δεξιά στην εικόνα με πλάγια καλλιγραφικά: "Αφιερούται εις την ευγενή μας πελατείαν. Χρόνια πολλά και ευτυχές το νέον έτος 196…".
Η "ευγενής πελατεία" είναι όσοι μετά τις αγορές διατάζουν σχεδόν: "Γράφ’ τα" και προτείνουν το τεφτέρι να σημειωθεί ένα κιλό ζάχαρη, μισό κιλό ρύζι καρολίνα, μια "Φυτίνη"… Στο τέλος… το πιστωτικό υπόλοιπο. Φανερό και ξεκάθαρο. Μικρό ή μεγάλο, θέμα και πρόβλημα του καθενός να το τακτοποιήσει.
Ετούτος ο μπακάλης συναναστρέφεται την απορία του κόσμου με κάθε της σημασία και έκταση. Δεν την εκμεταλλεύεται. Το μόνο σκληρό που θα πράξει είναι να κόψει το βερεσέ σαν το πράγμα παραγίνει και να μη ξαναδώσει σε αφερέγγυους. Δεν άκουσα όμως καμιά φορά να προκύψουν φασαρίες ή προβλήματα με τα τεφτέρια. Και για την υπόληψή σου στο μπακάλικο λάβαινες γνώση όταν σου προσφερόταν ένα από αυτά τα ημερολόγια παραμονές Χριστουγέννων- μέρος του τελετουργικού και σημειολογία της εποχής εκείνης.

Κι ύστερα κύλησαν τα χρόνια. Οι άνθρωποι μεγάλωσαν πλούτισαν, ταξίδεψαν, μετοίκησαν στις μεγάλες πόλεις. Και φτώχυναν πολύ σαν πλούτισαν παραπάνω. Και γέρασαν αληθινά μεγαλώνοντας. Κι από τα κυπαρίσσια της νιότης τους απόμειναν κάτι θάμνοι ανοικοκύρευτοι και άγονα χώματα όλο τριβόλια και πέτρες. Το φαινόμενο ονομάστηκε  "π ρ ό ο δ ο ς".

………………………………………........................................……………………………………….........................

Θέλω το επόμενο σκηνικό να λαβαίνει χώρα παραμονές Χριστουγέννων και πάλι. Ο άνθρωπός μας κάθεται κατάμονος και γαλήνιος, σαν χαμένος, όπως όλοι οι απελπισμένοι και μόνοι. Απερίσκεπτες κινήσεις και βουλές του συρμού τον ανάγκασαν να στέκεται ν’ ακούει τώρα από το τηλέφωνο τον εξάψαλμο της "εισπρακτικής εταιρείας εξόφλησης χρεών":
"Άκου να δεις (τον στολίζει γενναία η άλλη πλευρά του σύρματος) μπήξα, δήξα, αποτέτοιε… Αν αύριο μεθαύριο το πολύ δεν τακτοποιηθεί το θέμα θα σου κόψουμε τ’ αχαμνά. Ξόφλησες καημένε…" (Δηλαδή πώς "ξόφλησε" με τόσα χρέη;)

Θυμήθηκε τα σφαχτάρια των Χριστουγέννων. Ένα βήμα πριν από το σφάγιο κι η δική του ζωή, έτσι όπως την κατάντησε το έρμο το δάνειο -που να μην έσωνε... Βυθίζεται στα μαύρα σύννεφα του άδικου πνεύματος των εορτών. Πάνε όλα…

Κι έρχεται τότε αίφνης ξανά κείνο το μοναχικό κοτσύφι χοροπηδώντας στο χιόνι και με το κεχριμπαράκι του ραμφίζει το δράμα της στιγμής και σπάζει τον θανατηφόρο πάγο. Αποκαλύπτεται το μεγαλείο των παλαιών ημερών και με μιας -allegro ma non tropo- ακούγεται πανταχόθεν Κόλιαντα μπάμπου μ’ κόλιαντα κι μένα κουλιαντίνα, δηλαδή Merry Christmas αγαπητοί μου όπως θα λέγαμε και «εις την Ευρώπην» των εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων (μα που λέγεται "των… εικοσιεπτά"!!!)...








*Το παραπάνω κείμενο, που πρωτοδημοσιεύθηκε  στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής» στις 28.12.2008 και ξανακοιτάχτηκε τον Νοέμβρη 2009,  αφιερώνεται στην οικογένεια Παπαστεργίου στο Βογατσικό καθώς η τέταρτη γενεά της εξακολουθεί να διατηρεί το «Παντοπωλείον» (άλλοτε και πρακτορείον εφημερίδων και περιοδικών) ανθιστάμενη στο πνεύμα και το νεύμα των καιρών.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Κλεμμένα τριαντάφυλλα για τη Νίτσα Τσίτρα...





  
(...)  κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
   μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια 
   και τσουγκρίζανε τα γυαλικά στα ράφια.
              Γιάννης Ρίτσος ,"Ρωμιοσύνη"






(…) Τελευταίο βράδυ γλεντιού απόψε στο Παζάρι. Μια βραδιά αφιερωμένη στην ξακουστή τραγουδίστρια του Δημοτικού Τραγουδιού, την Νίτσα Τσίτρα που έχει γεννηθεί το 1922. Έρχεται σ’ ένα ραντεβού με καθυστέρηση πολλών ετών. Δεν θα ξεχάσω πως τριάντα σχεδόν χρόνια πριν κάποιοι είχαν υποσχεθεί στους δικούς μου πως θα την ακούγαμε τάχα ολοζώντανα στη «Ταβέρνα του Τσιτσάνη» στην γειτονική Νεάπολη, αλλά… Θέλοντας λοιπόν και μη το πρόσωπο αυτό έχει κάτι από την μαγεία και την απορία που έχουν όλες οι μνήμες, όσες συνδέονται με τα παιδικά χρόνια.

Η κυρία Νίτσα έφαγε κάμποσα σουβλάκια, κατέβασε και λίγο κρασάκι και σηκώθηκε με αποφασιστικότητα  ν’ αντιμετωπίσει τους δυο μεγάλους εχθρούς της απόψε: το μπουκωμένο και βραχνό ηχοσύστημα κι έναν δυνατό μαζί αέρα που την υποδέχονταν.

«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες…»  Ένα μεγαλειώδες επιτραπέζιο για αρχή και τα στοιχεία της φύσης υποκλίνονται και ηρεμούν και το μεγάφωνο μοιάζει λιγότερο κακόηχο.

Κι ύστερα μια εξαίρετη χειρονομία:  Στη Νίτσα Τσίτρα η οργανωτική επιτροπή πρόσφερε φαΐ και κρασί. («Έ, πανηγύρι είναι τι άλλο να της δώσουμε; Έρχεται κι από δρόμο…». Έτσι θα σκέφτηκαν κι έτσι έπραξαν). Δυο πολύ ρομαντικοί όμως και τζέντλεμεν  βογατσιώτες φίλοι αχώριστοι -ου Γιάντς τ’ Πέτ’ κι ου Κώστας ου Παρτάλας-  κόβουν λίγα τριαντάφυλλα από παρακείμενο κήπο, αφήνοντας πίσω τους να τρέχει φωνάζοντας την γραία νοικοκυρά με το νυχτικό και τις παντόφλες,  και τα προσφέρουν στην κυρία Νίτσα. Είναι σχεδόν μιάμιση. Κι εκείνη τότε αναθαρρεί και το γλέντι θερμαίνεται επιτυχώς μέχρι πρωίας.






Γυρνώντας σπίτι, διαπιστώνω πως -περασμένες πια τρεις η ώρα- κάθεται η θείτσα-Βάτσιω ακόμα στο μπαλκόνι της. Αφουγκράζεται ακουμπισμένη στο κάγκελο της βεράντας τα τελευταία τραγούδια  και χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο πλακόστρωτο. Την παρατηρώ σιωπηλός από το σκοτάδι μέσα και την αφήνω στην ησυχία της χωρίς να πω λέξη. Τέτοια επιτυχία η Νίτσα Τσίτρα στα εβδομήντα της. Τόσο αγέραστη στα "πατημένα" ογδόντα της κι η θείτσα μου.

Ξάστερη νύχτα του Αυγούστου. Γαλήνη μετά τη γιορτή που σπάζει μερικές στιγμές από τη φωνή του γκιώνη με τα μονότονα συνθηματικά.

                                                                         

[Απόσπασμα από το «Ημερολόγιο Αυγούστου ’92- Βογατσικό» που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βογατσικό» (φ.83, Σεπτ. - Οκτ. 1992]


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ψάχνοντας το Χρυσάφι



         


                                                                                       του Γιώργου Γκολομπία

   Ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Η μέρα είχε τελειώσει κι εγώ καθόμουν στο καθημερινό δωμάτιο, πάνω στο φαρδύ περβάζι του παράθυρου, στην ίδια θέση όπου μια πρωτοχρονιά έρριχνα ως αργά τη νύχτα πασιέντζες. ΄Εξω οι αχλαδιές είχαν σκοτεινιάσει, διακλαδίζονταν ακαθόριστα. Στο δωμάτιο όλα έσβηναν λίγο λίγο, η σούστα του ραδιοφώνου που διέσχιζε το ταβάνι, τα κουρτινάκια του μπουφέ, ο αδερφός μου, που τον είχα βάλει στην άκρη του ντιβανιού γιατί ήταν βρωμοπόδαρος, οι θείοι στις φωτογραφίες. Δίπλα στο τικ τακ του ρολογιού που ποτέ δεν μπορούσες να το εμπιστευτείς, διέκρινα με δυσκολία τα εξώφυλλα των Μικρών μου Σερίφηδων. Ιδίως κοίταζα εκείνο που έδειχνε ένα βράχο σε σχήμα κρανίου, που έκρυβε στα μάτια του ένα μεγάλο μυστικό όποιος το μάθαινε νομίζω έπρεπε να πεθάνει). Τι σκούρος που ήταν ο ουρανός από πίσω, σαν λάσπη. Τον χάιδεψα και προσπάθησα να φανταστώ τις ιστορίες των ενδιάμεσων τευχών που μου έλειπαν- μια έρημος με μοναχικές πόλεις, οι άνθρωποι έχαναν το δρόμο τους και έπεφταν σε ληστές, οι άλλοι γυρνούσαν, θαρρείς για πάντα, ψάχνοντας το χρυσάφι τους. Ακόμα ανεμοστρόβιλοι, πράγματα άπιαστα.

          Μπήκε η γιαγιά μου και άναψε το φως. Κάθισε μέσ’ στη ρέμβη της κι άρχισε να μιλάει για τα παλιά, για να μ’ ευχαριστήσει (τότε ο αδερφός μου έφυγε). Είπε για τη μαμά, πως όταν ήταν κορίτσι έπιασε κάποτε μια κουρούνα, τη ράντισε με πετρέλαιο, της άναψε την ουρά και την άφησε να πετάξει μέσα στις φλόγες, μέχρι που έπεσε. Μια άλλη φορά βρήκε σε μια βαλίτσα στο υπόγειο, φυλαγμένη προσεκτικά, την κοτσίδα της μεγαλύτερης αδερφής της, που της την έκοψαν όταν νόμισαν πως είχε γίνει πλέον γυναίκα. Την ξέμπλεξε, οι τρίχες σκορπίσανε, και μετά επί χρόνια όλοι απέδιδαν σ’ αυτό τις ατυχίες τους. Γενικά έκανε πολλές διαβολιές, κι όταν την κυνηγούσαν για να τη δείρουν, αυτή ανέβαινε πάνω στην κυδωνιά και κάθονταν σ’ ένα κλαδί, με το λερωμένο βρακί της, ακούγοντας τις κατάρες από κάτω (ενώ εγώ όταν με κυνηγούσαν δεν ανέβαινα πουθενά, έτρεχα μέσα από σπίτια με πλύστρες).
         Είπε και για κείνη στον πόλεμο που είχε σύφιλη και πήγαινε με τους στρατιώτες. Την έλεγαν Ωραιοζήλη, και αυτό το όνομα μου φάνηκε πολύ λυπητερό. Είχε πληγές στα χέρια και στα πόδια, όλο πύον, και περπατούσε ξυπόλητη. ΄Οποιον της μιλούσε τον κοίταζε σα να στήριζε πάνω του πολλές ελπίδες. Στέκονταν συχνά απέναντι απ’ το σπίτι μας, εκεί που τώρα παίζαμε με τα σκουριασμένα κουτιά των εντομοκτόνων, και τραγουδούσε (εδώ η γιαγιά έρριξε πίσω το κεφάλι της και τραγούδησε αταίριαστα γλυκά, χαμογελώντας):

                                    Τι ήμουνα, τι έγινα και τι θα γίνω ακόμη
                                    έλα ν’ αλλάξουμε καρδιές, δώσε μου τη δικιά σου…


Μια νύχτα οι φαντάροι την ξεγέλασαν, την πήγαν στο νεκροταφείο κι εκεί την εκτέλεσαν, ανάμεσα στους σταυρούς. ( Όλα αυτά πόσο έμοιαζαν αλήθεια με τη λουρίδα από φως που παλιά έμπαινε καμιά φορά επί ώρες από τη χαραμάδα της πόρτας, έρχονταν καταπάνω μου κι έπαιρνε εκείνες τις διαστάσεις).
      

       Η γιαγιά συνέχισε, μπερδεύοντας με το ένα χέρι τα μαλλιά της, με τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία, τότε που πήγε στο σπίτι μιας γειτόνισσας για κάποια δουλειά κι αυτή την πήρε και της έδειξε το κρεβάτι όπου κοιμόταν. Το είχε τριγυρισμένο με τοιχάκια από πλάκες πράσινο σαπούνι, όπου υπήρχαν πλήθος γδαρσίματα και νυχιές. ΄Ηταν από τα πνεύματα που έρχονταν τη νύχτα, της εξήγησε- ξεσπούσαν εκεί πάνω επειδή δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Κι εγώ μ’ αυτήν την εξήγηση, έτσι όπως ήμουν καθισμένος κι άκουγα μου φάνηκε ότι κατάλαβα κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ότι θα μπορούσε ο καθένας να εννοήσει. 

        Βγήκα στην αυλή και κοίταξα απέναντι στη πλατεία του χωριού, στο τέρμα της κατηφόρας σκοτεινιασμένη. ΄Επαιζαν ταινία, φαίνονταν μάλιστα και το πάνω μέρος του τεντωμένου πανιού που τρεμόπαιζε, μάλλον δυο άνθρωποι φιλιόντουσαν. Η φωνή δεν έφτανε ως εμένα (ίσως και να μην υπήρχε). Στην άκρη της αυλής, πάνω στη λάμπα του στύλου ήταν σύννεφο οι μαύρες πεταλούδες. Μια γυναίκα στα μαύρα, που μόνο η μύτη της φαίνονταν να γλυστράει μέσα στη νύχτα, πέρασε απ’ το διπλανό δρομάκι και με χαιρέτησε, αν και δεν μ’ ήξερε. ΄Ύστερα σήκωσε ψηλά τα μάτι, έπλεξε τα δάκτυλά τα ανάποδα και , προχωρώντας πίσω απ’ το ντουβάρι, χωρίς να τη βλέπω, έλεγε ότι στον καιρό της οι άντρες ήταν ανάρπαστοι, αντιστοιχούσε ο καθένας σε δεκαεφτά κοπέλλες, τώρα πόσες νάχαν γίνει άραγε, είκοσι;


          Σκέφτηκα μ’ ένα σφίξιμο τι τρομερό θα ήταν αν πέθαιναν οι γονείς μου η τ’ αδέλφια μου κι εγώ δεν μπορούσα να κλάψω, δεν ήμουν σε θέση να νιώσω την απελπισία που άρμοζε, τι  θα γινόμουν τότε; Στο έργο στην πλατεία τα κεφάλια των θεατών έμειναν ακίνητα, η πρωταγωνίστρια στέκονταν τώρα πίσω από ένα παράθυρο, που στην πραγματικότητα ήταν η φωτεινή επιφάνεια μιας παιδικής φωτογραφίας, και με το λεπτό της δάκτυλο ζωγράφιζε πάνω στο τζάμι σχήματα αόρατα (προηγουμένως είχε γίνει κάτι πολύ δυσνόητο). Τα μάτια της ήταν χαμένα, κοίταζαν πάνω από τις μικρές σειρές των καθισμάτων, κάπου προς το μέρος μου, στα σπίτια και τους δρόμους της μαύρης πλαγιάς.       

        Πίσω μου ακούστηκαν οι συνηθισμένοι θόρυβοι της νύχτας στο σπίτι, κάποιος είχε ξεχάσει ένα φως ανοιχτό, ο αδερφός μου έπρεπε να κάνει την προσευχή του και να πέσει, ήταν αργά. Όταν γύρισα να μπω είδα τη γιαγιά μου να στέκεται στην πόρτα χαμογελώντας λοξά κάπως γυρτή, με τα μάτια μισόκλειστα. Κουνούσε αργά την τεντωμένη παλάμη της, σα νάκοβε φέτες στον αέρα, θέλοντας να πει ότι άξιζα να με μαλώσει.

                 
                                                *Η φωτογραφία απο το "a Greek portfolio" by C.Manos