PHOTO Kathimerini |
Απ' το πρωΐ αρχινούν τ’ άργανα:
-Ήθελα να ’ρθω ’να βράδυ μ’ έπιασε ψιλή βροχήηηηη...
-Ας ερχόσουνα βρε ψεύτη κι ας γινόσουνα παπί!
Τα πρώτα ρουγκατσιάρια βγήκαν στου τζιαντέ. Χορεύουν άτσαλα, σαν τ' αρκούδια, μέσα στο τσουχτερό κρύο στο ρυθμό που βαρούν τα νταούλια, οι κορνέτες και τα κλαρίνα. Που και που κατεβάζουν ξεγυρισμένες γουλιές χύμα κονιάκ από μια μπότσα, έτσι για να ζεσταίνουνται τα μέσα. Έχουν τα μούτρα τους βαμμένα με πούντρα, με κάρβουνο ή καπνιά ή ακόμα και με βερνίκι παπουτσιών. Το φόντο του προσώπου -όπου δεν είναι βαμμένο μαύρο - κατακόκκινο από το κρύο πυρώνει κι άλλο από μέσα με τη βοήθεια της μπότσας που όλο ανεβοκατεβαίνει σε χέρια και στόματα ανάμεσα στη συντροφιά.
Είναι Φλεβάρης κακιωμένος αλλά σήμερα θα του δώσουν να καταλάβει. Η
παρέα σιγά σιγά μεγαλώνει ρουφώντας από κάθε μαχαλά τους πιστούς της γιορτής.
Μέχρι το μεσημέρι οι πανηγυριστές θα ’χουν τον πρώτο λόγο. Φοβερίζουν τους θεατές με μαγκούρια,
βαρούν τις πόρτες με ραχιτικές τζιουμπανίκες, δείχνουν τα φοβερά δόντια της μουτσούνας, που αγόρασαν απ’ τουν Παπαστέργιου ή του Βουϊδουμάτ’ , κραδαίνουν
δαιμονισμένα σειρές ολόκληρες από γκδούνια
ή κλαπατάρια και χωρίς να ξεφεύγουν
από τον ρυθμό κάνουν απρεπείς χειρονομίες, αστείες φιγούρες, καμώματα χοντρά.
Μαύρες μπάμπες, νύφες πλουμιστές με κοκκινάδι και αξουριστα γένια στα μάγουλα και γάμπες τριχωτές σαν φλοκάτες,
κακέκτυπα φαντάρων -σκέτη ξεφτίλα- με λιωμένες στολές, λέτσοι μασκοφόροι εκδικητές
να καλύπτουν με μαντήλια τα πρόσωπα, πάσης φύσεως κουρελοφόροι και κουστουμάτοι (φορούν τρύπια τσουβάλια,
μαλλιότα, πυτζάμες του παππού ριγωτές, ρόμπες της μάνας τους, τσουράπια της γιαγιάς μάλλινα, τη ρεμπούπλικα του θείου) μαζί με σεΐχηδες ή μαχαραγιάδες της κακιάς ώρας παρελαύνουν.
Χορεύω κι εγώ ανάμεσα τους μ’ ένα μαύρο καουμπόϋκο καπέλο και σκάζω πολλά ρολλάκια καψούλες πυροβολώντας ολόγυρα εχθρούς και φίλους, στο δοξαπατρή τους σημαδεύοντας.
(Φωτογρ. Με την άτυχη συγγενή μου Αθανασία Ανδρ. Τακαντζιά που δεν ...την έσωσε τ' όνομά της -πέθανε στα είκοσί της- Τώρα που το σκέφτομαι εμένα η στολή μου όλο κι όλο είναι μονάχα αυτό το χάρτινο καπέλο...)
Χορεύω κι εγώ ανάμεσα τους μ’ ένα μαύρο καουμπόϋκο καπέλο και σκάζω πολλά ρολλάκια καψούλες πυροβολώντας ολόγυρα εχθρούς και φίλους, στο δοξαπατρή τους σημαδεύοντας.
(Φωτογρ. Με την άτυχη συγγενή μου Αθανασία Ανδρ. Τακαντζιά που δεν ...την έσωσε τ' όνομά της -πέθανε στα είκοσί της- Τώρα που το σκέφτομαι εμένα η στολή μου όλο κι όλο είναι μονάχα αυτό το χάρτινο καπέλο...)
Το μεσημέρι η παρέα θα
ξαποστάσει για λίγο και τ’ απόγευμα η συνέχεια θα δοθεί στου παζάρ’. Μέχρι τούτη την ώρα παρά
τις μάσκες, τα βαψίματα, τις στολές και τις φοβέρες θα ’χουν αναγνωριστεί
σχεδόν όλοι, έτσι πολύ λίγοι πια και αυτοί χωρίς τις μάσκες τους, με ανασηκωμένα
τα τούλια και τα άθλια πέπλα πάνω στο κεφάλι θα χορεύουν αντάμα με τους
υπόλοιπους χωρικούς.
Μόλις πιάσει να σουρουπώνει είναι ώρα για κάθε γειτονιά να φροντίσει το κλείσιμο της βραδιάς με το άναμμα της δικής της κλιδαριάς. Γι’ αυτή τη στιγμή προηγήθηκε γερή προετοιμασία μπορεί κι ένα μήνα αρχίτερα. Αγκάθια, παρούλια, βατσ'νιές, κέδρα και κλαδί -όλα ξεραμένα από το καταχείμωνο και εύφλεκτα- συνάζονται με πολύ μόχθο από τις πλαγιές του βουνού, από το ρουμάνι κι από τη μεριά πάνω από το ποτάμι σε καλά φυλαγμένο μέρος.
Οι "χανούμισες" είναι καρναβάλια. Ο ι φαντάροι αληθινοί... |
Μόλις πιάσει να σουρουπώνει είναι ώρα για κάθε γειτονιά να φροντίσει το κλείσιμο της βραδιάς με το άναμμα της δικής της κλιδαριάς. Γι’ αυτή τη στιγμή προηγήθηκε γερή προετοιμασία μπορεί κι ένα μήνα αρχίτερα. Αγκάθια, παρούλια, βατσ'νιές, κέδρα και κλαδί -όλα ξεραμένα από το καταχείμωνο και εύφλεκτα- συνάζονται με πολύ μόχθο από τις πλαγιές του βουνού, από το ρουμάνι κι από τη μεριά πάνω από το ποτάμι σε καλά φυλαγμένο μέρος.
Αποτελεί τιμή και κατόρθωμα για μια γειτονιά να κάψει τελευταία
τη δική της κλιδαριά. Μέχρι τότε
όμως χοροί, τραγούδια, πειράγματα με ανυπόφορες χοντροκοπιές και μπουγατσιώτ’κα μουραλίκια, κρασί, σαραγλιά
και μεζέδες κάνουν το γύρο. Οι επικεφαλής καθυστερούν όσο μπορούν το άναμμα της κλιδαριάς ρίχνοντας ερευνητικές ματιές ολόγυρα σε ποιά μεριά πρώτα θα φωτίσει το χωριό.
Η κλιδαριά στο Σκλίκα (1982) |
Κι ώσπου ξαφνικά -τι κρίμα!- η μέρα καλά καλά δεν έχει ακόμα φύγει όταν
ένα φονικό τσιφτσέρ’ απογειώνεται και
σφηνώνεται στη κορυφή του εύφλεκτου σωρού! Κι άλλο ένα στα πλευρά, και άλλο
κατόπι στη βάση της. Οργανωμένη επιθετική ενέργεια. Όλα έχουν εκτοξευθεί από
διαφορετικά σημεία. Το τσιφτσέρ’ είναι
μια αυτοσχέδια εμπρηστική κατασκευή με στόχο το πρόωρο κάψιμο της κλιδαριάς. Φτιάχνεται με στάχτη ποτισμένη με πετρέλαιο τυλιγμένη σε πανί με σύρμα.
Κάποιος απελπισμένα σκαρφαλώνει με ορμή στα ψηλά. Όμως τα πυκνά στοιβαγμένα
αγκάθια τον ματώνουν σε πολλές μεριές κι έτσι αφήνει σύντομα κάθε προσπάθεια
και την κλιδαριά στο έλεος της
φωτιάς. Ένας άλλος που ήρθε "με σαρανταοκτάωρη" από τη μονάδα του, και μόλις αργά ο
απόγευμα ντύθηκε καρναβάλι για το αντέτι
πετώντας από πάνω του τα στρατιωτικά ρούχα της εξόδου, ξεχύνεται ξοπίσω από
τους εμπρηστές με φανερή πολεμική μανία:
-Αϊντι ρε κι αν σας πιάσου στα χέρια μ’…
Χάλασε θα πεις το κλίμα, αλλά για μια στιγμή μοναχά.
Σύντομα όλοι συμβιβάζονται με τα μοιραία γεγονότα. Σχεδόν αφήνονται κι
απολαμβάνουν κι όλας το πρόωρο κάψιμο. Στους άλλους μαχαλάδες βλέποντας τη
φωτιά να ’χει υψώσει τις φλόγες της στον ουρανό χαμογελούν με κακεντρέχεια:
Κι όταν τα πυροτεχνήματα βγαίνουν στη γιορτή, είναι μαζί
κι ο κρότος από τα άδεια κουτιά του αεροζόλ -συναγμένα στα κατώγια από το
καλοκαίρι ακόμα όταν άδεια πια δεν μπορούν να σκοτώσουν άλλες αυγουστιάτικες
μύγες- που σκάζουν χωμένα ανάμεσα στις φλόγες, κι είναι κι ο μαύρος πηχτός καπνός
που υψώνουν τα λάστιχα των φορτηγών καθώς γίνονται κι αυτά παραναλώματα της φωτιάς και της χωριάτικης Αποκριάς που συμπληρώνουν
τη γιορταστική ατμόσφαιρα.
Όταν κατακάτσ'ν οι φλόγες αρχίζουν οι σάλτοι στη
φωτιά. Η μάχη να περάσουν άκαυτοι από μέσα της οι θαρραλέοι:
-Μι τι τούτα μι τ’ ικείνα ουπάν …σ’ ικείνα (δεν λέει σε ...ποιάν
αυτός…)
-Μι τι τούτα μι τ’ ικείνα ουπαν’ σ’ν Αννίκα (αυτός το λέει!)
Κρυφοί πόθοι που φανερώνονται ανέλπιστα εν κινδύνω και με
τη βοήθεια της ζάλης του κρασιού. Βαθύς συμβολισμός για το σιγανό ψήσιμο του νέου τόσον καιρό
πάνω από άλλες φωτιές...
Το άρπαγμα του νούρου
καθώς το παράστημά του ακόμα αχνίζει στο σκοτάδι καψαλισμένο κι αναμμένο
μεριές μεριές. Θέλει θάρρος και αποφασιστικότητα για να τον ξαπλώσει καταγής
κανείς. Κάτι να μην πάει καλά και βρίσκεσαι στη θράκα να παρασταίνεις τον
αναστενάρη σε μέρος που δεν συνηθίζεται.
Κι όταν πια σβήσουν οι φλόγες, κι έχουν καεί όλες οι
κλιδαριές του χωριού μέχρι την τελευταία, απομένει η χόβολη να κοκκινίζει εκεί
στη μέση του κόσμου σαν τη γιορτή που τέλειωσε, σαν την ανυπόφορη μοναξιά του
καθενός, τα ξαναμμένα παιδικά πρόσωπα δεν καταφέρνουν να αποσπάσουν τα μάτια από πάνω της.
Καταφέρνει να τα αποσπάσει όμως η φοβέρα της μάνας:
-Σταμάτα να κοιτάζ’ς τ’ φουτιά! Θα κατουριέσι όλου του
βράδ’ στουν ύπνου σ’ έρμι…
Ο χορός των ανδρών ήδη ξεφαντώνει:
Τι ς Μιγά … άντι μπρε,
τις Μιγάλις τ’ς Απουκρές
τις Μιγάλις τ’ς Απουκρές
γιόμ’σα ’να σακί πουρδές
Και την Καθαρά Διφτέρα
πήραν τα μουνιά αέρα!
Και δώστου καρ, καρ τα γέλια κι ακολουθεί καπάκι η συνέχεια:
Πώς στουμπίζουν του πιπέρι του διαόλ’ οι καλουγέροι;
Μι του κώλου του στουμπίζουν...
Αϊντι... Κι τ’ χρόν’ καλόκαρδ’*!!!
[απόσπασμα από κείμενό μου που δημοσιεύθηκε στο φύλλο 74 της εφημερίδας το Βογατσικό, Ιαν-Φεβ, 1991. Δημοσιεύεται εδώ με αλλαγες και περικοπές. Oι ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ Ν.Τ.]
*ευχή που συνήθιζε ο αείμνηστος Χρυσούλης Τζημάκας
(πότε πέρασαν τρία χρόνια κιόλας...).