Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

"Τις μιγάλις τ’ς Απουκρές"…


                                                                               PHOTO Kathimerini




Απ' το πρωΐ  αρχινούν τ’ άργανα:

-Ήθελα να ’ρθω ’να βράδυ μ’ έπιασε ψιλή βροχήηηηη...
-Ας ερχόσουνα βρε ψεύτη κι ας γινόσουνα παπί!

Τα πρώτα ρουγκατσιάρια βγήκαν στου τζιαντέ. Χορεύουν άτσαλα, σαν τ' αρκούδια, μέσα στο τσουχτερό κρύο στο ρυθμό που  βαρούν τα νταούλια, οι κορνέτες και τα κλαρίνα. Που και που κατεβάζουν ξεγυρισμένες γουλιές χύμα κονιάκ από μια μπότσα, έτσι για να ζεσταίνουνται τα μέσα. Έχουν τα μούτρα τους βαμμένα με πούντρα, με κάρβουνο ή καπνιά  ή ακόμα και με βερνίκι παπουτσιών. Το φόντο του προσώπου -όπου δεν είναι βαμμένο μαύρο - κατακόκκινο από το κρύο πυρώνει κι άλλο από μέσα με τη βοήθεια της  μπότσας που όλο ανεβοκατεβαίνει σε χέρια και στόματα ανάμεσα στη συντροφιά.





 Είναι Φλεβάρης κακιωμένος αλλά σήμερα θα του δώσουν να καταλάβει. Η παρέα σιγά σιγά μεγαλώνει ρουφώντας από κάθε μαχαλά τους πιστούς της γιορτής. Μέχρι το μεσημέρι οι πανηγυριστές θα ’χουν τον πρώτο  λόγο. Φοβερίζουν τους θεατές με μαγκούρια, βαρούν τις πόρτες με ραχιτικές τζιουμπανίκες, δείχνουν τα φοβερά δόντια της μουτσούνας, που αγόρασαν απ’ τουν Παπαστέργιου ή του Βουϊδουμάτ’ , κραδαίνουν δαιμονισμένα σειρές ολόκληρες από γκδούνια ή κλαπατάρια και χωρίς να ξεφεύγουν από τον ρυθμό κάνουν απρεπείς χειρονομίες, αστείες φιγούρες, καμώματα χοντρά. Μαύρες μπάμπες, νύφες πλουμιστές με κοκκινάδι και αξουριστα γένια στα μάγουλα και γάμπες τριχωτές σαν φλοκάτες, κακέκτυπα φαντάρων -σκέτη ξεφτίλα- με λιωμένες στολές, λέτσοι μασκοφόροι εκδικητές να καλύπτουν με μαντήλια τα πρόσωπα, πάσης φύσεως κουρελοφόροι και κουστουμάτοι (φορούν τρύπια τσουβάλια, μαλλιότα, πυτζάμες του παππού ριγωτές, ρόμπες της μάνας τους, τσουράπια της γιαγιάς μάλλινα, τη ρεμπούπλικα του θείου) μαζί με σεΐχηδες ή μαχαραγιάδες της κακιάς ώρας παρελαύνουν.
 


Χορεύω κι εγώ ανάμεσα τους μ’ ένα μαύρο καουμπόϋκο καπέλο και σκάζω πολλά ρολλάκια καψούλες πυροβολώντας ολόγυρα εχθρούς και φίλους, στο δοξαπατρή τους σημαδεύοντας.

 (Φωτογρ. Με την άτυχη  συγγενή μου Αθανασία Ανδρ. Τακαντζιά που δεν ...την έσωσε τ' όνομά της -πέθανε στα είκοσί της- Τώρα που το σκέφτομαι εμένα η στολή μου όλο κι όλο είναι μονάχα αυτό το χάρτινο καπέλο...)
 


Το μεσημέρι η παρέα θα  ξαποστάσει για λίγο και τ’ απόγευμα η συνέχεια θα δοθεί στου παζάρ’. Μέχρι τούτη την ώρα παρά τις μάσκες, τα βαψίματα, τις στολές και τις φοβέρες θα ’χουν αναγνωριστεί σχεδόν όλοι, έτσι πολύ λίγοι πια και αυτοί χωρίς τις μάσκες τους, με ανασηκωμένα τα τούλια και τα άθλια πέπλα πάνω στο κεφάλι θα χορεύουν αντάμα με τους υπόλοιπους χωρικούς.





Οι "χανούμισες" είναι καρναβάλια. Ο ι φαντάροι αληθινοί...

Μόλις πιάσει να σουρουπώνει είναι ώρα για κάθε γειτονιά να φροντίσει το κλείσιμο της βραδιάς με το άναμμα της δικής της κλιδαριάς. Γι’ αυτή τη στιγμή προηγήθηκε γερή προετοιμασία μπορεί κι ένα μήνα αρχίτερα. Αγκάθια, παρούλια, βατσ'νιές, κέδρα και κλαδί -όλα ξεραμένα από το καταχείμωνο και εύφλεκτα- συνάζονται με πολύ μόχθο από τις πλαγιές του βουνού, από το ρουμάνι κι από τη μεριά πάνω από το ποτάμι σε καλά φυλαγμένο μέρος.


Κλιδαριά και στο ...γήπεδο


Αποτελεί τιμή και κατόρθωμα για μια γειτονιά να κάψει τελευταία τη δική της κλιδαριά. Μέχρι τότε όμως χοροί, τραγούδια, πειράγματα με ανυπόφορες χοντροκοπιές και μπουγατσιώτ’κα μουραλίκια, κρασί, σαραγλιά και μεζέδες κάνουν το γύρο. Οι επικεφαλής καθυστερούν όσο μπορούν το άναμμα της κλιδαριάς ρίχνοντας ερευνητικές ματιές ολόγυρα σε ποιά μεριά πρώτα θα φωτίσει το χωριό.


Η κλιδαριά στο Σκλίκα (1982)


Κι ώσπου ξαφνικά -τι κρίμα!-  η μέρα καλά καλά δεν έχει ακόμα φύγει όταν ένα φονικό τσιφτσέρ’ απογειώνεται και σφηνώνεται στη κορυφή του εύφλεκτου σωρού! Κι άλλο ένα στα πλευρά, και άλλο κατόπι στη βάση της. Οργανωμένη επιθετική ενέργεια. Όλα έχουν εκτοξευθεί από διαφορετικά σημεία. Το τσιφτσέρ’ είναι μια αυτοσχέδια εμπρηστική κατασκευή με στόχο το πρόωρο κάψιμο της κλιδαριάς. Φτιάχνεται με στάχτη ποτισμένη με πετρέλαιο τυλιγμένη σε πανί με σύρμα.

Κάποιος απελπισμένα σκαρφαλώνει με ορμή στα ψηλά. Όμως τα πυκνά στοιβαγμένα αγκάθια τον ματώνουν σε πολλές μεριές κι έτσι αφήνει σύντομα κάθε προσπάθεια και την κλιδαριά στο έλεος της φωτιάς. Ένας άλλος που ήρθε "με σαρανταοκτάωρη" από τη μονάδα του, και μόλις αργά ο απόγευμα ντύθηκε καρναβάλι για το αντέτι πετώντας από πάνω του τα στρατιωτικά ρούχα της εξόδου, ξεχύνεται ξοπίσω από τους εμπρηστές με φανερή πολεμική μανία:

-Αϊντι ρε κι αν σας πιάσου στα χέρια μ’…




Χάλασε θα πεις το κλίμα, αλλά για μια στιγμή μοναχά. Σύντομα όλοι συμβιβάζονται με τα μοιραία γεγονότα. Σχεδόν αφήνονται κι απολαμβάνουν κι όλας το πρόωρο κάψιμο. Στους άλλους μαχαλάδες βλέποντας τη φωτιά να ’χει υψώσει τις φλόγες της στον ουρανό χαμογελούν με κακεντρέχεια: 

-Ιιιιχ μπρι... Μέρα μισμέρ’ ’ν άναψαν  ν’ κλιδαριά στουν Καζιούκουρα!




Κι όταν τα πυροτεχνήματα βγαίνουν στη γιορτή, είναι μαζί κι ο κρότος από τα άδεια κουτιά του αεροζόλ -συναγμένα στα κατώγια από το καλοκαίρι ακόμα όταν άδεια πια δεν μπορούν να σκοτώσουν άλλες αυγουστιάτικες μύγες- που σκάζουν χωμένα ανάμεσα στις φλόγες, κι είναι κι ο μαύρος πηχτός καπνός που υψώνουν τα λάστιχα των φορτηγών καθώς γίνονται κι αυτά παραναλώματα  της φωτιάς και της χωριάτικης Αποκριάς που συμπληρώνουν τη γιορταστική ατμόσφαιρα.

 Όταν κατακάτσ'ν οι φλόγες αρχίζουν οι σάλτοι στη φωτιά. Η μάχη να περάσουν άκαυτοι από μέσα της οι θαρραλέοι:

-Μι τι τούτα μι τ’ ικείνα ουπάν …σ’ ικείνα (δεν λέει σε ...ποιάν αυτός…)

-Μι τι τούτα μι τ’ ικείνα ουπαν’ σ’ν Αννίκα (αυτός το λέει!)

Κρυφοί πόθοι που φανερώνονται ανέλπιστα εν κινδύνω και με τη βοήθεια της ζάλης του κρασιού. Βαθύς συμβολισμός για το σιγανό ψήσιμο του νέου τόσον καιρό πάνω από άλλες φωτιές...


Το άρπαγμα του νούρου καθώς το παράστημά του ακόμα αχνίζει στο σκοτάδι καψαλισμένο κι αναμμένο μεριές μεριές. Θέλει θάρρος και αποφασιστικότητα για να τον ξαπλώσει καταγής κανείς. Κάτι να μην πάει καλά και βρίσκεσαι στη θράκα να παρασταίνεις τον αναστενάρη σε μέρος που δεν συνηθίζεται.


Κι όταν πια σβήσουν οι φλόγες, κι έχουν καεί όλες οι κλιδαριές του χωριού μέχρι την τελευταία, απομένει η χόβολη να κοκκινίζει εκεί στη μέση του κόσμου σαν τη γιορτή που τέλειωσε, σαν την ανυπόφορη μοναξιά του καθενός, τα ξαναμμένα παιδικά πρόσωπα δεν καταφέρνουν να αποσπάσουν τα  μάτια από πάνω της.

Καταφέρνει να τα αποσπάσει όμως η φοβέρα της μάνας:

-Σταμάτα να κοιτάζ’ς τ’ φουτιά! Θα κατουριέσι όλου του βράδ’ στουν ύπνου σ’ έρμι…

Ο χορός των ανδρών ήδη ξεφαντώνει:

Τι ς Μιγά …  άντι μπρε,
τις Μιγάλις τ’ς Απουκρές
τις Μιγάλις τ’ς Απουκρές
 γιόμ’σα ’να σακί πουρδές 
Και την Καθαρά Διφτέρα
πήραν τα μουνιά αέρα!

Και δώστου καρ, καρ τα γέλια κι ακολουθεί καπάκι η συνέχεια:

Πώς στουμπίζουν του πιπέρι  του διαόλ’ οι καλουγέροι;
Μι του κώλου του στουμπίζουν...

Αϊντι... Κι τ’ χρόν’ καλόκαρδ’*!!!






[απόσπασμα από κείμενό μου που δημοσιεύθηκε  στο  φύλλο 74 της εφημερίδας το Βογατσικό, Ιαν-Φεβ, 1991. Δημοσιεύεται εδώ με αλλαγες και περικοπές. Oι ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ  ΤΟΥ Ν.Τ.]




*ευχή που συνήθιζε ο αείμνηστος Χρυσούλης Τζημάκας
(πότε πέρασαν τρία χρόνια κιόλας...).

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

εκείνους που χόρευαν...


 
Βογατσικό: Χορός στ' Ντιντή τ' αλώνια ( δεκαετία του ΄30)

Καλώς κακώς πέρασε η ζωή . τι κέρδη τί ζημίες καταπώς
λέει ο προηγούμενος τί χάρηκα και τί δεν
και τί στον κόσμο ζήλεψα - κανέναν! Κανέναν; (Ψέματα
λέω.) Μόνον εκείνους χάρηκα εκείνους που χόρευαν πάνω
στο χώμα και τραγουδούσαν. τίποτε άλλο!

                                                                                                          Μάρκος Μέσκος, Μαύρο δάσος, Ελεγείες







Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Στέφανος Δραγούμης: Ο «δραγουμάνος» των Μακεδόνων



Στεφάνος Δραγούμης (1842-1923)

 

[Από αφιέρωμα της εφημερίδας "Μακεδονία" *

 Kείμενο του Στέλιου Κούκου



Η οικογένεια των Δραγούμηδων μοιάζει να λειτουργεί ως Δραγουμάνος1 των Μακεδόνων στην Αθήνα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ήταν εκεί ως εξουσίαν κατέχοντες για να μεταφέρουν και να μεταφράζουν στη νεοσύστατη πρωτεύουσα και στον πνευματικό της κόσμο την αγωνία του ελληνισμού της σκλαβωμένης Βόρειας Ελλάδας. Ιδιαίτερα μάλιστα σε μια εποχή στην οποία οι Έλληνες Μακεδόνες δέχονταν μια βάναυση τρομοκρατική εθνικιστική επίθεση, η οποία τους ωθούσε σε μια ιδιότυπη εξωμοσία. Αυτή τη φορά όμως το διακύβευμα δεν ήταν η χριστιανική πίστη, αλλά η ιδιοπροσωπία των Ελλήνων της Μακεδονίας, όπως και η εγκατάλειψη της εν αιχμαλωσία μητέρας εκκλησίας, του οικουμενικού πατριαρχείου. Πράγμα βεβαίως που συνιστούσε επίσης την πλήρη εγκατάλειψη της καλλιέργειας των ελληνικών γραμμάτων και της αντίστοιχης πλούσιας και ζωοδότρας παράδοσης της ρωμιοσύνης. Ο βίαιος εκβουλγαρισμός ήταν το τίμημα για τη σωτηρία.

Έτσι η οικογένεια των Μακεδόνων Δραγούμηδων, με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει τους ντόπιους πληθυσμούς που ξεκίνησαν μόνοι τους, με πενιχρά μέσα, να αντιστέκονται στις βίαιες, βάρβαρες και δολοφονικές επιθέσεις που δέχονταν. Ο Στέφανος Δραγούμης, ο ιδιαίτερα μορφωμένος αυτός ευπατρίδης, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του δούλεψε με όλα τα μέσα για το καλό της Μακεδονίας. Και δεν άργησε να πληρώσει και η ίδια οικογένεια το τίμημα. Ο Παύλος Μελάς, παντρεμένος με την κόρη του Στέφανου Δραγούμη, Ναταλία, θα πέσει στη γη της Μακεδονίας και θα γίνει ο ήρωας, το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο έμπειρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού άφησε την Αθήνα και βρέθηκε πλάι στους μακεδόνες αγωνιστές που αντιστέκονταν σ' αυτόν τον βίαιο πόλεμο εναντίον της ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ο θάνατός του, στις 4 Οκτωβρίου του 1904, επέσπευσε την αντίδραση της Ελλάδας και ενέπνευσε τους όπου γης Έλληνες...
Ο νομικός, πολιτικός και λόγιος Στέφανος Δραγούμης πρωταγωνίστησε όσο σχεδόν κανένας άλλος στην υπόθεση της διάσωσης του χαρακτήρα της Μακεδονίας και των Ελλήνων Μακεδόνων. Με το έργο του και τη μαχητικότητά του εντός και εκτός Βουλής υπενθύμιζε σε όλους το χρέος απέναντι στη μαρτυρική Βόρεια Ελλάδα. Εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και υπουργός άλλων χαρτοφυλακίων, ενώ για ένα διάστημα ανέλαβε και την πρωθυπουργία της χώρας.
Στις 12 Οκτωβρίου 1912, δηλαδή με την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, διορίστηκε πρώτος πολιτικός διοικητής της Κρήτης, και με την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, τον Ιούνιο του 1913, διαδέχτηκε τον άλλο ευπατρίδη Μακεδόνα, Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, στην πολιτική διοίκηση της Μακεδονίας. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Χαράλαμπος Παπαστάθης για το έργο του στη Μακεδονία: "Ο Δραγούμης επεξέτεινε το υπάρχον αποκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, σε σημείο που αυτό να προσεγγίζει την πλήρη αυτοδιοίκηση".
Τέτοιοι λαμπροί άνθρωποι θα πρέπει να μας εμπνέουν τις δύσκολες μέρες που διέρχεται ο τόπος και να τους τιμούμε. Ο Στέφανος Δραγούμης έφυγε πριν από 90 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1923, σε ηλικία 81 ετών. Δυστυχώς πρόλαβε να δει τον γιο του, Ίωνα, λόγιο, διπλωμάτη και πολιτικό, πατριδολάτρη, ελληνολάτρη, ή ρομαντικό εθνικιστή όπως τον χαρακτήρισαν, να δολοφονείται άδικα εν μέση οδώ σε ηλικία 42 ετών, θύμα του πάντα ολέθριου εθνικού διχασμού...



ΣΗΜ.
1. δραγουμάνος  < tercüman (τουρκικά)= διερμηνέας, μεταφραστής.
Kατά την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Δραγουμάνος ήταν σημαντικό αξίωμα και οι Φαναριώτες που το κατείχαν συνήθως, δεν ήταν απλοί μεταφραστές. Ηταν έμπιστα άτομα προς τον Σουλτάνο και είχαν άποψη στα ζητήματα της διπλωματίας, χωρίς πάντως να αποτελούν υπουργούς εξωτερικών. Οι δραγουμάνοι έπρεπε να γνωρίζουν αραβικά, τουρκικά και τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκές γλώσσες. Η λέξη απαντά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, επειδή διαδόθηκε την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ενετοκρατίας



* Κείμενα από το αρχείο εφημερίδων «Μακεδονία», «Εμπρός», «Σκριπ»
   Επιμέλεια αφιερώματος, εισαγωγή: Στέλιος Κούκος , skoukos@makthes.gr
   Για να διαβάσετε το αφιέρωμα σε μορφή pdf πατήστε εδώ