Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Μην...


γράμμα από τον Κώστα Λούστα!


Tάφος του 1768, στο νεκροταφείο του Αη-Νικάνωρα (φωτ. Ν.Τ.)



Γράφει ο Τάκης Σινόπουλος στο συγκλονιστικό του Νυχτολόγιο:  

Ξανακοιτάζοντας μια σειρά παλιές εφημερίδες- σε φωτογραφική ανατύπωση- που μου έστελνε παλιότερα η φαρμακευτική εταιρεία “Sandoz”- «ΕΜΠΡΟΣ» του 1897, «ΑΚΡΟΠΟΛΣ» του 1912-13, «ΕΣΤΙΑ» κλπ.


Mια  παράλογη σκέψη προς τη μεριά του Νίκου Καχτίτση. Αν του τις έστελνα, αν παραμέριζα  την επιθυμία μου να τις κρατήσω για μένα, τι χαρά θα δοκίμαζε, θα ούρλιαζε από χαρά μπροστά σ’ αυτές τις εφημερίδες. Θα μου έστελνε αμέσως ένα μεγάλο γράμμα. Αλλά ένα χρόνο τώρα ο Ν.Κ. κείτεται στον τάφο του, σε μια πλαγιά, στο νεκροταφείο της Παναγιάς των Αγγέλων, στην Πάτρα.

  Αναδρομικά κι αντίστροφα, από τα μέρη του …«επέκεινα», έλαβα με καθυστέρηση πέντε χρόνων -μόλις προχτές- γράμμα από τον Κώστα Λούστα [ που κοιμάται από το φετινό καλοκαίρι στον Αη Γιώργη στο Φίλυρο αγναντεύοντας από ψηλά τους κάμπους της Σαλονίκης… ]. Το βρήκα κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας στο ιατρείο μου –είχε φροντίσει τόσο διακριτικά να το περάσει από κει η γλυκύτατη σύντροφός του Σούλα. Ήταν ένα …παραινετικό ποίημα που γράφτηκε σαν σχόλιο του «Ου Απάν’ κι ου Κάτ’ ου κόσμους» το …2009.

 Μας ένωνε μια κοινή μοίρα με τον Κώστα. Ο τόπος μας που τόσο αγαπήσαμε μας είχε αρνηθεί. Κι εμείς έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να ξεριζώνουμε την αγριάδα που αυτός είχε σπείρει μέσα μας.
Ματαίως βέβαια!
Διότι κι εγώ είμαι, όπως κι ο Κώστας ήταν , καθώς έλεγε ο μακαρίτης ο Τ.Σ. -που μνημόνευσα πιο πάνω-

« ...ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο».

Προκειμένου βέβαια για μας τους δυό αλλάζει στο στίχο μονάχα το τοπωνύμιο (...Βογατσικό, ...Φλώρινα). 
Το νόημα όμως παραμένει απαράλλαχτα το ίδιο.



                                                 

               Μην

Μην ξαναπάς στον τόπο σου

             -άκου την πείρα-

Όλος πληγές θα πας κι όλος

καινούργιες γρατσουνιές θα επιστρέψεις

Στα μονοπάτια των τάφων μην

εμπιστεύεσαι την μνήμη σου

Θα την κατασπαράξουν αυτοστιγμεί-μην-

άγριοι θεονήστικοι λύκοι του παρελθόντος

Και του «απάν’» και «κάτ’ κόσμου» τα σκοτάδια.


                         Στον «παλαιό»
                         και «νέο» ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ

          



 Κωστάκης Θ. Λούστας ο ΙΙΙ

   (ο της Πελαγονίας)






Κωλοθεσσαλονίκη, 2009







Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Υποδορίως και εν τω βάθει... (ποτέ επιπολής!)





Για το καινούριο βιβλίο της Ουρανίας Μπάγγου

Σαν τη μύτη του Τζων Γουέην,
Εκδόσεις Θράκα, 2014

 
 Οι κόρες (Madelena και Jan-Baptist) του ζωγράφου Cornelis de Vos (1630-1640)   λάδι σε καμβά 78Χ92. Gemäldegalerie - Staatliche Museen Βερολίνου (PHOTO.N.T., 2014).





[…] Φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι,

χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες

κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα

 κορίτσια του χαμού […]

                                          
           Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος




H εκλεκτή φίλη και συντοπίτισσα [γέννημα βογατσιώτισα και θρέμμα Χρουπιστινή], γιατρός και συγγραφέας Ουρανία Μπάγγου έχει πια πολύχρονη ενασχόληση και σχέση με τη γραφή. Πρωτοδιάβασα διήγημά της πριν είκοσι χρόνια σε μια ανθολογία βραβευμένων διηγημάτων της Δυτικής Μακεδονίας. Το κείμενό της εκείνο, που είχε μια ισχυρή σύνδεση με τις παιδικές μνήμες από τη γενέτειρα και το ποτάμι (Αλιάκμονας) που διατρέχει την νοτιοδυτική της πλευρά, το ξαναείδα με χαρά δημοσιευμένο δεκαπέντε χρόνια μετά (2008, Eκδόσεις «Αρμός») στο πρώτο της βιβλίο που έφερε τον  τίτλο «Γραμμένα λόγια». Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμούσε ελαιογραφία του αλησμόνητου φίλου καρδιάς Χρυσόστομου Τζημάκα, με κόκκινα χωμάτινα ζεστά χρώματα που ζωντάνευαν αυθόρμητα αναδεύοντας σκόνη-κίνηση-φωνές-μνήμες-ποδοβολητά από το Σάντοβο, «το ποτάμι», τη βιοπάλη και τη σκληρή ζωή των ξωμάχων εκεί κάτω. Ο Χρυσόστομος Τζημάκας πάντοτε γενναιόδωρος, υψηλόφρων,  εραστής του ωραίου και δέσμιος του τόπου του είχε προλογίσει με ενθουσιασμό την πρώτη -και μοναδική- εκείνη έκδοση του βιβλίου:

[…] «H συγγραφέας κινείται ανάμεσα στο πλήθος των απλών ανθρώπων, όπως τους γνώρισε από τα πρωτινά της ζωής της χρόνια. Την απασχολούν τα προβλήματα της ελληνικής οικογένειας, αλλά και των μοναχικών ανθρώπων.

[..] Έχει ύφος κατ’ εξοχήν ερωτικό, που αρκετές φορές γίνεται ιδιαίτερα έντονο, χωρίς όμως να σοκάρει […]

[…] Όσα χρόνια κι αν περάσουν , πιστεύω ότι η Ουρανία θα δημιουργεί μαλάζοντας εκείνον τον εύπλαστο πηλό τον φτιαγμένο από το καθάριο νερό της ανάβρας στο Σάντοβο και από το κοκκινόχωμα, σαν αίμα, άφθαρτο υλικό της Μακεδόνισσας γης με τον δικό της φαντασιακό τρόπο».


 Τα «Γραμμένα λόγια» είχε καλωσορίσει και η («επίσημη») κριτική με το ευσύνοπτο, πλην όμως ενθαρρυντικό:

« Μικρά, αλλά χαρακτηριστικά επεισόδια από τον τρόπο ζωής στην περιοχή της Ορεστίδας, στη Δυτική Μακεδονία. Πυκνή, παραστατική γλώσσα και σωστά οργανωμένη αφήγηση». (“Eλευθεροτυπία”-Επτά, 20.9.2009). 


Πέντε χρόνια μετά, το  βιβλίο της συγγραφέως που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2014, φέρει τον …αιφνιδιαστικό και μοντέρνο τίτλο «Σαν τη μύτη του Τζων Γουέιν» δανεισμένο φυσικά από τον τίτλο του πρώτου αφηγήματος από τα επτά εν όλω  που απαρτίζουν τη συλλογή. Όλα τα κείμενα που περιλαμβάνονται εδώ δημοσιεύονται για πρώτη φορά. H καταβύθιση στην παιδική μνήμη έχει μάλλον οργανωθεί αλλιώς, το φάσμα που κινεί είναι η υπαρξιακή αγωνία, το τέλος των ιδεολογιών στον αιώνα που διάβηκε, η εποχή της χρεοκοπίας με τις νέες προκλήσεις και τα καινούρια δράματα, οι επί του φοβερού βήματος   («ενώπιος ενωπίω» ο άνθρωπος με τον εαυτό του) ακριτομυθίες. Οι άνθρωποι ολόγυμνοι εξετάζονται πια από μια διερευνητική ματιά μέσα από τον μεγεθυντικό φακό μιας έμπειρης …Δερματολόγου. Το «δέρμα μας» (οι προφάσεις, οι προφυλάξεις, οι τίτλοι, οι θέσεις , τα αξιώματα, τα ψέματα, τα πλουμίδια, τα ακριβοθώρητα ενδύματα όλα ριγμένα στο πλάι…) σε αδίστακτη παρατήρηση.  Ελέγχονται προσεκτικά οι αδιόρατες ρωγμές που έχουν προκληθεί στο αδιάβροχο και αδιαπέραστο φαινομενικά αυτό ανθρώπινο κέλυφος (βλέπε «κοινωνικό πρόσωπο»). Διερευνάται η εν τω βάθει υφιστάμενη …ηθική ακεραιότητα του καθενός ξεχωριστά. Όλοι οι ήρωες των ιστοριών μοιάζει να εξομολογούνται σε καθρέφτη, σε ντιβάνι ψυχιάτρου, σε σκληροτράχηλους ανακριτές ή σε αόρατα εικονίσματα, αφήνοντας κρυπτογραφημένες λέξεις, σπαράγματα μνήμης, αποκαλυπτικούς κώδικες συμπεριφορών. Η δερματολογία είθισται να επονομάζεται και «Εξωτερική Παθολογία» και έτσι θα περίμενε κανείς πως θα ασχολείται μοναχά με τα επιπολής (επιφανειακά, επιπόλαια)  φαινόμενα, όσα αφήνονται να εννοηθούν, να δειχτούν, να αποκαλυφθούν. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η Ουρανία το ξέρει πολύ καλά ως έμπειρη γιατρός, πως από το δέρμα μπορεί να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα ακόμα και για τον εσωτερικό -ψυχικό κόσμο. Και πως εύκολα κανείς που τυχαίνει να είναι  δερματολόγος με το χάρισμα του συγγραφέα μπορεί να εξελιχθεί μέχρι το στάδιο ενός ανατόμου της ψυχής.

Πρόκειται  για μια ενότητα από επτά ανισομεγέθη αφηγήματα από τα οποία τα τρία λίαν εκτενή (κατά τη σειρά παράθεσης: «Ανεκπλήρωτες επιθυμίες», «Δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία» και  «Γειτνιάζοντες κύκλοι») που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και σαν ομόκεντρα, σπονδυλωτά διηγήματα ή και νουβέλες ενώ πιο «καθαρόαιμα» διηγήματα είναι το «Σαν τη μύτη του Τζων Γουέιν, το «Εγώ το έκανα», «Οι αδερφές» και «Το έτσι απλά». 


Το επαρχιακό περιβάλλον [στο Άργος Ορεστικό και την Καστοριά], αλλά και το αστικό τοπίο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας [σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη], με την κρίση και τις συνέπειές της να σοβούν και το πλούσιο αυτοβιογραφικό υλικό ή αρχειακό υλικό από αφηγήσεις-εξιστορήσεις άλλων, αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο συνθέτει τις ιστορίες της η Μπάγγου. Συχνά ο δοκιμιακός λόγος –που αποτελεί μια σαφή πλέον ιδιαιτερότητα της  γραφής της– κυριαρχεί χαρίζοντας μιαν ξεχωριστή διάσταση στην αφήγηση. Όλα κινούνται μέσα σε μια ευφάνταστη, σπιρτόζα και με καλά ελληνικά, δεξιοτεχνική γραφή. Η αίσθηση του χιούμορ , ο δηκτικός κάποτε λόγος, η ερωτική βωμολοχία χωρίς το μανδύα της λογοτεχνίτιδας έχουν το δικό τους μερίδιό τους σ’ αυτήν.


Στα διηγήματα της Μπάγγου δεν υπάρχουν εξιδανικευμένα όντα - ήρωες. Αντιθέτως ο αντιήρωας είναι αυτός που ανθεί κι ευδοκιμεί με λαιμαργία στο βραχόκηπό της. Ο απλός καθημερινός άνθρωπος, με εκκρίσεις, ρόγχους, θερμοκρασία, ανάγκες, μ΄ ένα σωρό αδυναμίες και ήττες προβάλλει απομυθοποιημένος, συμπαθής ή όχι. Οι συνηθισμένες ζωές –ακόμα και οι άθλιες– προβάλλονται χωρίς κανένα εξωραϊσμό, απροκάλυπτα γυμνές, τραυματισμένες, ευάλωτες, γήϊνες, χειροπιαστές. Η συγγραφέας άνθρωπος σκεπτόμενος, ταλαντούχος  και με παιδεία υποβάλλει τα αυστηρά της διαπιστευτήρια ακόμα μια φορά παρουσιάζοντας χωρίς λίφτινγκ το πρόσωπο της κοινωνίας.


     Στο διήγημα «Σαν τη μύτη του Τζων Γουέην»  κάποιος με μειωμένη μάλλον αντιληπτική ικανότητα, ένα κανονικό λούμπεν στοιχείο, ο Τζώνυ [που θα μπορούσε να λέγεται «Γκίρτσιες» ή και «Πασκουάλε» για να θυμηθώ δυο μονάχα από τους «τύπους» της μικρής κοινωνίας του Άργους που θα μπορούσε να παρασταίνει…] που μοιάζει με καρικατούρα ανθρώπινη, ύστερα από περιπέτειες πείνας, φτώχειας, καταφρόνιας και κοινωνικής χλεύης καταφέρνει κάποτε να προσκολληθεί στη εξουσία και να γλείψει κάποιο ζουμερό πια κόκκαλο μέχρι την μυστηριώδη του εξαφάνιση (ίσως ακόμα και στο στομάχι μιας αρκούδας στα βουνά της Αλβανίας, ίσως σε κάποιο τσίρκο της Βενεζουέλας, ίσως πάνω στο φεγγάρι όπου τον βλέπουν καθισμένο μονάχα τα παιδιά). 


    Το «Ανεκπλήρωτες επιθυμίες» αποτελεί ένα σιγανομουρμούρισμα «ηρωικό και πένθιμο για τα χαμένα …όνειρα του βουνού». Για την ορμητική κι επαναστατική σπίθα της νιότης που δεν ευδοκίμησε. Συγκλονιστική ματιά πάνω στο δράμα των «μιασμάτων» που η πατρίδα απόδιωξε στο παραπέτασμα σφαλνώντας πίσω τους με βρόντο τις πόρτες. Μια ελεγεία για τις ρημαγμένες ζωές εδώ καθώς κι εκεί πέρα –μια διαδρομή μέχρι την ήττα, τον αγώνα ύστερα για επιβίωση κάπου στην Ουγγαρία-και τη Μόσχα, τις κομματικές ίντριγκες, την προδοσία1,  μέχρι την επάνοδο πίσω στην πατρίδα όπου θα πρέπει να ξανακολλήσουν τα κομμάτια μιας απουσίας τριάντα χρόνων.

«Και με πήρε τότε το παράπονο κι έκλαψα για μια ακόμα φορά, σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, γιατί ένιωθα ξεκομμένος από τον τόπο μου, επειδή ήμουν ταλαιπωρημένος, γιατί έβλεπα τον πόνο ολόγυρά μου και γιατί ίσως με τρόμαζε εκείνο που θα έφερνε η αυριανή μέρα. Και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα το έκανα μόνο επειδή δείλιασα-γιατί δε μου ήταν εύκολο να παραδεχτώ κάτι τέτοιο- μάλλον να μαλακώσει λίγο η ψυχή μου ήθελα, να ξεπλυθώ από την καπνιά του πολέμου, από την κούραση που μαζεύτηκε όσο περνούσαμε από τα δικά μας βουνά σε μέρη άγνωστα».


   Στο συγκινητικό «Δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία» ξετυλίγεται με πολλά αυτοαναφορικά-αυτοβιογραφικά στοιχεία η εκ του σύνεγγυς πορεία προς την απώλεια με τη διαγραφή των τελευταίων μνημονικών εγγραφών από τον εγκέφαλο ενός προσφιλούς άτομου καθώς αυτό βυθίζεται στο ζοφερό σκοτάδι της άνοιας.  


   «Το έτσι απλά» περιγράφει ένα τελευταίο στιγμιότυπο από την κοινή ζωή της Ελενίτσας, της Τζένης και της Σάσας. Οι τρεις αχώριστες ως τα τώρα φίλες, που διατρέχουν την Τρίτη ηλικία, ζουν την τελευταία τους περιπέτεια -με μπόλικη τρέλα- λίγο προτού χωρίσουν για πάντα. 


   Στο «γειτνιάζοντες κύκλοι» γίνεται μια τολμηρή τομή –σχόλιο πάνω στη νεοελληνική φαυλότητα που χαρακτηρίστηκε σαν όνειρο [και φύλαγε τον εφιάλτη για το τέλος…]. Αίτιο και αιτιατό της κρίσης αντικατοπτρίζεται πάνω στα πρόσωπα του Γιώργου, του Παλασίδη και της όμορφης γυναίκας του. Σαν κάποια από τις Ερινύες από το μακρινό παρελθόν έρχεται ένας έρωτας προδομένος. Για μια γυναίκα με θελκτικό πρόσωπο και σαρκώδη χείλη που ωστόσο σέρνει μαζί της το φάντασμα του ακρωτηριασμένου της  ποδιού πρόσφορο στο βωμό του εμφυλίου σπαραγμού. Ο θάνατος έρχεται σαν λύτρωση για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αλλά μαζί και σαν κάθαρση όπως στην αρχαία τραγωδία. 


   Το διήγημα «Εγώ το ’κανα» …απλούστατα θα μπορούσε να λείπει από τη συλλογή γιατί δεν πρόσφερε στην καλύτερη ανάδειξη ή εκφορά του θέματος . Είχε εξάλλου ήδη από καιρό δημοσιευθεί στην εφημερίδα «ΟΔΟΣ» από την ΧΠΠ –και συμπεριλαμβάνεται ακόμα και στην συλλογή της που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο «Η κυρά- Λαμπρινή».


   Το σύντομο «οι αδερφές», που αποτελούν κατά τη γνώμη μου και το κορυφαίο διήγημα της συλλογής, κρατούν για το τέλος τον αιφνιδιασμό και το μεταφυσικό ρίγος που μόνο ένας άξιος συγγραφέας γνωρίζει να χειριστεί και με ανάλογη δεξιότητα να μεταδώσει στον αναγνώστη.


       Στέκομαι τώρα να σημειώσω δυο ατυχείς συγκυρίες που είχαν αρνητική επίπτωση στην εμφάνιση του βιβλίου:


       Πρώτα, η φιλοξενία έργων –ακόμα και στο εξώφυλλο!– κάποιου εντοπίου εικαστικού και, κατά δήλωσίν του, εικαστικού/γλύπτου. Το κάκιστο «στήσιμο» του εξωφύλλου του βιβλίου με τον εξίσου κακότεχνο λέοντά του κ. Κατσανόπουλου –σαν γκροτέσκα εκδοχή του θρυλικού εκείνου της Αμφίπολης– καθώς και η σποράδην εμφάνιση δυο ακόμη θαρρώ έργων του ίδιου καλλιτέχνη ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, προδιαθέτουν αρνητικά κάθε βιβλιόφιλο αναγνώστη. Πάντως θεωρώ πως, καθώς επίκειται και δεύτερη έκδοση του βιβλίου,  το ζήτημα είναι ιάσιμο (δια της ευεργετικής μεθόδου της απαλείψεως και παραλείψεως των ανωτέρω).
    

 
Κατά δεύτερο λόγο, δυσάρεστα αιφνιδιάστηκα ομολογώ που οι «εκδόσεις Θράκα», ένας όμιλος θεραπόντων της συγγραφικής και ποιητικής τέχνης, που δραστηριοποιούνται και στο χώρο του ηλεκτρονικού τύπου και του ψηφιακού βιβλίου, έκαναν μια τόσο κακή προβολή του έργου τους με θύμα το βιβλίο αυτό της Ουρανίας. Αν «οι καρβουνιαρέοι» όπως αυτό-αποκαλούνται οι συντελεστές των εκδόσεων αναδεύουν την πνευματική θράκα εδώ προέβησαν σε …κανονικό εμπρησμό και κατέκαψαν την συγκεκριμένη έκδοσή τους. Καμιά απολύτως φιλολογική ή άλλης φύσεως επιμέλεια, πλημμελής ορθογραφικός έλεγχος, αδυναμία υποστήριξης μιας έστω στοιχειώδους καλαίσθητης εμφάνισης του κειμένου. Ο τρόπος που εμφανίζονται τίτλοι και δευτερότιτλοι προσδίδουν μια χαοτική όψη στο βιβλίο. Ο συχνότατα κάκιστος συλλαβισμός (όπου ακόμα και λέξεις επαναλαμβάνονται στην αντικρινή σελίδα ή ακόμα και λείπουν..) είναι ικανά από μόνα τους να προκαλέσουν ειλικρινή αγανάκτηση. Νομίζω πως οι άνθρωποι εκεί πέρα αν θέλουν να σταθούν σοβαρά –γιατί το αξίζουν, γιατί είναι νέοι άνθρωποι, γιατί όντως αναζωογονούν το «επαρχιακό» κλίμα των εκδόσεων–οφείλουν να παραδειγματιστούν από άλλες παρόμοιες ανά την επικράτεια, επαγγελματικές ή μη, προσπάθειες, να σεβαστούν της ψυχούλας τον τάραχο του κάθε συγγραφέα που προστρέχει σ’ αυτούς και στην δόκιμη εμπειρία τους, καθώς και τα λιγοστά ή παραπανίσια (πάντως όχι περίσσια σ’ αυτές τις εποχές!) χρήματα που τους αποθέτει εις το ταμείον…

      Αυτά τόλμησα – «είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω»!


      Η Ουρανία Μπάγγου θα συνεχίσει, αφήνοντας το πνευματικό στίγμα της. «Να δημιουργεί αλλάζοντας από μόνη της την όψη των πραγμάτων μετουσιώνοντας τους κόκκους της γης σε λέξεις […] ή δένοντας τις προτάσεις, πότε του πεζού λόγου που παίζει με τα κύματα και κουνιέται και γυαλίζεται σαν πόρνη στην επιφάνεια της λίμνης- και πότε της ποίησης που ζει στο βυθό της και τρέφεται με το μαγικό κόσμο των συμβόλων»  όπως συνόψισε και προέβλεψε πριν από μερικά χρόνια ο αξέχαστος κοινός φίλος και μέντορας… 


                                                                         Θεσσαλονίκη 3.11.2014



                                                                          ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ




[ Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΔΟΣ της Καστοριάς την Πέμπτη 6-11-2014 | αρ. Φ. 763 ]




                                           ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

      Ο Δήμος Καστοριάς και η Μπάγγου Ουρανία 
 σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της    
                “Σαν τη μύτη του Τζων Γουέιν” 
        που θα γίνει στο Δημαρχείο της πόλης
                   στις 23 Νοέμβρη, 12π.μ.

                           Συμμετέχουν 
           η φιλόλογος Αλεξάνδρα Πάντσιου 
        και ο δημοσιογράφος Παντελής Σαββίδης.





Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Η γριά η βαβά μ’*



από το φωτογραφικό λευκωμα Mani-εκδόσεις AMMOS/ Photo Antonis Smaragdis

 

Μεταφορά στα ...ρουμελιώτικα ενός ποιήματος του Γάλλου Ζαν Ρισπέν από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου

 

 

Η γριά η βαβά μ’, καλά υστιρ’ νά,
ταϊρνά ταϊρνά
σβούρα τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνά,
η βάβου η γρηούλα η αφιντιά τ’ ς
πήγι μι τ’ ρόκα στ’ ν αγκαλιά τ’ ς
κι έκατσι ’κειά κουντά στ’ φουτιά τ’ ς.

Κι’ οι τέσσερ’ π’ θα μας παν, αλλοί,
ταϊρνά ταϊρνά
στουν άλλουν ύπνου, (ώρα καλή)

κι οι τέσσιρ’ π’ θα μας πάν’ ουλ’νούς
κι τ’ς παραλήδις κι τ’ς αλλ’νούς


ίφιραν ’ν κάσσα τ’ μακρυά
κι ήρθαν κι τ’ν είπαν «Άιντι, γριά».

— Πιδιά μ’, ναρθου μιτά χαράς,
ταϊρνά ταϊρνά
σβούρα τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνά,
βουλήθη να μι παρ’ ου Θιός; 


Δόξα σοι Κύριϊ των Δυνά—
Πιδιά μ’, ναρθού να πάου καλιά μ’…
Σταθήτι να τιλειώσου τ’ δ’ λιά μ’!

— Ως που να γνέεις κυρά βαβά,
ταϊρνά ταϊρνά
κι ούλου τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνά,
ως που να γνέεις θα μας νυχτόεις
κι είμαστι λίγου βιαστικοί,
Σι καρτερούμι αν θα μας δόεις
πέντι παγούρια μι ρακί.

— Ρακί δεν εχου στου κατώι…
ταϊρνάϊ ταϊρνάϊ
κι ούλου τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνάει.
— Δο μας παρά κι αυτός κιρνάει!
— Έχου σι κείνου του τσουράπ’…
Τουν πήραν τουν παρά κι χραπ! 
παν, κουρνιαχτός, στου μαγαζί
κι αφ’ καν τη γρηά τ’ βαβά μ’ να ζη.

Μια ουκά, δυο ουκάδις, τρεις, χάι, χάι!
ταϊρνάι, ταϊρνάι,
έρμου ρακί πώς γαργαλάει! 
— Βίβα, ορέ, βίβα κι άλλη μια!
Τάπα κι οι τέσσιρ’ στου μιθύσ’…
Τη βάβου μ’ τ’ ν έχ’ νι αλησμουνήσ'.

Κι η βάβου απ’ ώγνιθι πουλύ,
ταϊρνάι, ταϊρνάι,
τ’ν ιπήρι ου ύπνους σαν του π’λί
κειά στ’ φουτιά τ’ς απ’ γίν’κι στάχτ’
κι μάτα τ’ν αφ’κι σαν του π’λί
κι μάτα γύρ’ σι η γρηά τ’ αδράχτ’.

— Άϊντι κι νύχτουσι γρηά! 

(γύρ’ σαν κι οι τέσσιρ’ πω!, πω! πω!
μ’ ένα χαρούμενο σκουπό
βαϊζουντας σα δω, σα κει,
τύφλα και σκνίπα απ’ του ρακί)
αεί να σι πάμι – τράϊ – λα – λα!
στα κυπαρίσσια απ’ κατ’ τα ψ’ λα.

Κι μι κουτρώνια κι σφυριά
ταϊρνά γκα! γκοπ!
ταϊρνά γκαπ! γκουπ! 
 κι μι σκιπάρνια κι σφυριά
βάλανι στ’ ν κάσσα τα καρφιά
κι τ’ ν κάρφουσαν απ’ κατ’ απ’ παν’
κι τ’ σήκουσαν, γιε μ’, κι παν.

Κι απ’ του μιθύσ’ χάι, χάι, χάι, χάι!
ταϊρνά, ταϊρνά,
κι όπως δε γλέπαν ούτι τ’ μύτ’ τ’ς
η κάσσα τ’ς φαίνουνταν βαρειά
κι δεν κατάλαβαν τη γρηά
πως τ’ν αλησμόν’σανι στον σπίτ’ τ’ς!

Κι η γρηά η βαβά μ’
ταϊρνάι ταϊρνάι
Στου χέρ’ τ’ς τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνάει
Η γρηά μι τ’ άσσουστα υστιρ’να
— Δόξα σοι, Κύριϊ των Δυνά—
Η γρηά η βαβά μ’ η αφιντιά τ’ς
Γνέθ’ κι θα γνέθ’ κουντά στ’ φουτιά τ’ς.






**στο βογατσιώτικο βέβαια ιδίωμα το  Η γριά η μπάμπου μ' [= Η γριά η βαβά μ’ ] μοιάζει με σωστό ...μπουμπουνητό!