Λίτσα [Ευλαλία] Μουράτη (1978-2015)
Έκανα μέρες ώσπου να μπορέσω να γράψω δυο λέξεις. Και πιάνω τώρα να λέω για τον ζωηρό σκίουρο στο έμπα του χωριού που έπαιζε άφοβος και ανυποψίαστος μέσα στο δρόμο. Ένα μεγάλο καρύδι που βρήκε πάνω στην άσφαλτο κυλώντας. Ούτε και για τη βροχή που κρέμονταν από πάνω δεν νοιάστηκε ούτε και για μας, τα εποχούμενα διαβατάρικα όντα. Με κατεβασμένο το τζάμι πήγαινα. Ν’ ακούω την απλωμένη σιωπή. Μαλάκωσε την ψυχή μου από βάρος ασήκωτο η θέα αυτού του μικρού ζώου...
Για τον μαζεμένο κόσμο —ω, κοινότητα των ανθρώπων αληθινή ξάφνου μαθαίνω πως υπάρχεις— ας μην πω. Ούτε για τους συντριμμένους δικούς σου θα βρω τα λόγια που πρέπει να πω. Ούτε ακόμα και γι' αυτήν την σπαρακτική Σοφούλα (ή μήπως Εκάβη;) μάνα σου. Για σένα που στον ανθό κόπηκες και τώρα μέσα σε άνθη αφημένη...
Κι αλήθεια πως τόσα χρυσάνθεμα μοβ, κίτρινα, κόκκινα, άσπρα πως. Σου τα μάζεψε ο Οκτώβρης; Δεν ήταν αυτό που έβλεπα φέρετρο. Μα σύνθεση χρωματικών εκρήξεων και αναμίξεων [χώματος, προσώπων, ουρανών!!!]. Ολοένα κινούμενης ζωής θέαση —ωστόσο καθηλωμένης σε καμβά— έμπνευση του Βικέντιου Βαν Γκογκ που παρηγορεί κάθε ψυχή. Κι αυτήν που βλέπει κι αυτήν που έφυγε.
Δε θα μιλήσω για τους σπασμούς, τους λυγμούς, το δρόμο των δακρύων ως εδώ. Ούτε και για τον παπά που φανερά δυσανασχέτησε και με λόγια το είπε πως τάχα ο τελευταίος ασπασμός είναι για τον νεκρό κι όχι για παρηγοριές στους ζωντανούς συγγενείς (νύχτωνε κι ερχόταν ξανά βροχή, βιάζονταν ο καημένος). Για του «γλιτωμού» σου —τάχα...— τη φυγή αν πω ψέματα πάλι θα είναι.
Και δεν έχω πια καμιά άλλη απόδειξη που να ιστορεί τη θλίψη και το άδειο εκείνης της μέρας παρά μονάχα αυτές τις δυο γατούλες της πλατείας του χωριού. Που έμοιαζαν απόλυτα να νιώθουν τον πόνο από τα νιάτα που θερίστηκαν. Και τις αγκαλιές που άδειασαν...
σπάραγμα δροσιάς νεανικής των αγγέλων
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να πει κανείς.... Καλό παράδεισο και καλή δύναμη στην οικογένεια της...
ΑπάντησηΔιαγραφή