Ψάχνοντας το Χρυσάφι
ένα διήγημα του Γιώργου Γκολομπία
Ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Η μέρα είχε τελειώσει κι εγώ καθόμουν στο καθημερινό δωμάτιο, πάνω στο φαρδύ περβάζι του παράθυρου, στην ίδια θέση όπου μια πρωτοχρονιά έρριχνα ως αργά τη νύχτα πασιέντζες. ΄Εξω οι αχλαδιές είχαν σκοτεινιάσει, διακλαδίζονταν ακαθόριστα. Στο δωμάτιο όλα έσβηναν λίγο λίγο, η σούστα του ραδιοφώνου που διέσχιζε το ταβάνι, τα κουρτινάκια του μπουφέ, ο αδερφός μου, που τον είχα βάλει στην άκρη του ντιβανιού γιατί ήταν βρωμοπόδαρος, οι θείοι στις φωτογραφίες. Δίπλα στο τικ τακ του ρολογιού που ποτέ δεν μπορούσες να το εμπιστευτείς, διέκρινα με δυσκολία τα εξώφυλλα των Μικρών μου Σερίφηδων. Ιδίως κοίταζα εκείνο που έδειχνε ένα βράχο σε σχήμα κρανίου, που έκρυβε στα μάτια του ένα μεγάλο μυστικό όποιος το μάθαινε νομίζω έπρεπε να πεθάνει). Τι σκούρος που ήταν ο ουρανός από πίσω, σαν λάσπη. Τον χάιδεψα και προσπάθησα να φανταστώ τις ιστορίες των ενδιάμεσων τευχών που μου έλειπαν- μια έρημος με μοναχικές πόλεις, οι άνθρωποι έχαναν το δρόμο τους και έπεφταν σε ληστές, οι άλλοι γυρνούσαν, θαρρείς για πάντα, ψάχνοντας το χρυσάφι τους. Ακόμα ανεμοστρόβιλοι, πράγματα άπιαστα.
Μπήκε η γιαγιά μου και άναψε το φως. Κάθισε μέσ’ στη ρέμβη της κι άρχισε να μιλάει για τα παλιά, για να μ’ ευχαριστήσει (τότε ο αδερφός μου έφυγε). Είπε για τη μαμά, πως όταν ήταν κορίτσι έπιασε κάποτε μια κουρούνα, τη ράντισε με πετρέλαιο, της άναψε την ουρά και την άφησε να πετάξει μέσα στις φλόγες, μέχρι που έπεσε. Μια άλλη φορά βρήκε σε μια βαλίτσα στο υπόγειο, φυλαγμένη προσεκτικά, την κοτσίδα της μεγαλύτερης αδερφής της, που της την έκοψαν όταν νόμισαν πως είχε γίνει πλέον γυναίκα. Την ξέμπλεξε, οι τρίχες σκορπίσανε, και μετά επί χρόνια όλοι απέδιδαν σ’ αυτό τις ατυχίες τους. Γενικά έκανε πολλές διαβολιές, κι όταν την κυνηγούσαν για να τη δείρουν, αυτή ανέβαινε πάνω στην κυδωνιά και κάθονταν σ’ ένα κλαδί, με το λερωμένο βρακί της, ακούγοντας τις κατάρες από κάτω (ενώ εγώ όταν με κυνηγούσαν δεν ανέβαινα πουθενά, έτρεχα μέσα από σπίτια με πλύστρες).
Είπε και για κείνη στον πόλεμο που είχε σύφιλη και πήγαινε με τους στρατιώτες. Την έλεγαν Ωραιοζήλη, και αυτό το όνομα μου φάνηκε πολύ λυπητερό. Είχε πληγές στα χέρια και στα πόδια, όλο πύον, και περπατούσε ξυπόλητη. ΄Οποιον της μιλούσε τον κοίταζε σα να στήριζε πάνω του πολλές ελπίδες. Στέκονταν συχνά απέναντι απ’ το σπίτι μας, εκεί που τώρα παίζαμε με τα σκουριασμένα κουτιά των εντομοκτόνων, και τραγουδούσε (εδώ η γιαγιά έρριξε πίσω το κεφάλι της και τραγούδησε αταίριαστα γλυκά, χαμογελώντας):
Τι ήμουνα, τι έγινα και τι θα γίνω ακόμη
έλα ν’ αλλάξουμε καρδιές, δώσε μου τη δικιά σου…
Μια νύχτα οι φαντάροι την ξεγέλασαν, την πήγαν στο νεκροταφείο κι εκεί την εκτέλεσαν, ανάμεσα στους σταυρούς. ( Όλα αυτά πόσο έμοιαζαν αλήθεια με τη λουρίδα από φως που παλιά έμπαινε καμιά φορά επί ώρες από τη χαραμάδα της πόρτας, έρχονταν καταπάνω μου κι έπαιρνε εκείνες τις διαστάσεις).
Η γιαγιά συνέχισε, μπερδεύοντας με το ένα χέρι τα μαλλιά της, με τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία, τότε που πήγε στο σπίτι μιας γειτόνισσας για κάποια δουλειά κι αυτή την πήρε και της έδειξε το κρεβάτι όπου κοιμόταν. Το είχε τριγυρισμένο με τοιχάκια από πλάκες πράσινο σαπούνι, όπου υπήρχαν πλήθος γδαρσίματα και νυχιές. ΄Ηταν από τα πνεύματα που έρχονταν τη νύχτα, της εξήγησε- ξεσπούσαν εκεί πάνω επειδή δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Κι εγώ μ’ αυτήν την εξήγηση, έτσι όπως ήμουν καθισμένος κι άκουγα μου φάνηκε ότι κατάλαβα κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ότι θα μπορούσε ο καθένας να εννοήσει.
Βγήκα στην αυλή και κοίταξα απέναντι στη πλατεία του χωριού, στο τέρμα της κατηφόρας σκοτεινιασμένη. ΄Επαιζαν ταινία, φαίνονταν μάλιστα και το πάνω μέρος του τεντωμένου πανιού που τρεμόπαιζε, μάλλον δυο άνθρωποι φιλιόντουσαν. Η φωνή δεν έφτανε ως εμένα (ίσως και να μην υπήρχε). Στην άκρη της αυλής, πάνω στη λάμπα του στύλου ήταν σύννεφο οι μαύρες πεταλούδες. Μια γυναίκα στα μαύρα, που μόνο η μύτη της φαίνονταν να γλυστράει μέσα στη νύχτα, πέρασε απ’ το διπλανό δρομάκι και με χαιρέτησε, αν και δεν μ’ ήξερε. ΄Ύστερα σήκωσε ψηλά τα μάτι, έπλεξε τα δάκτυλά τα ανάποδα και , προχωρώντας πίσω απ’ το ντουβάρι, χωρίς να τη βλέπω, έλεγε ότι στον καιρό της οι άντρες ήταν ανάρπαστοι, αντιστοιχούσε ο καθένας σε δεκαεφτά κοπέλλες, τώρα πόσες νάχαν γίνει άραγε, είκοσι;
Σκέφτηκα μ’ ένα σφίξιμο τι τρομερό θα ήταν αν πέθαιναν οι γονείς μου η τ’ αδέλφια μου κι εγώ δεν μπορούσα να κλάψω, δεν ήμουν σε θέση να νιώσω την απελπισία που άρμοζε, τι θα γινόμουν τότε; Στο έργο στην πλατεία τα κεφάλια των θεατών έμειναν ακίνητα, η πρωταγωνίστρια στέκονταν τώρα πίσω από ένα παράθυρο, που στην πραγματικότητα ήταν η φωτεινή επιφάνεια μιας παιδικής φωτογραφίας, και με το λεπτό της δάκτυλο ζωγράφιζε πάνω στο τζάμι σχήματα αόρατα (προηγουμένως είχε γίνει κάτι πολύ δυσνόητο). Τα μάτια της ήταν χαμένα, κοίταζαν πάνω από τις μικρές σειρές των καθισμάτων, κάπου προς το μέρος μου, στα σπίτια και τους δρόμους της μαύρης πλαγιάς.
Μπήκε η γιαγιά μου και άναψε το φως. Κάθισε μέσ’ στη ρέμβη της κι άρχισε να μιλάει για τα παλιά, για να μ’ ευχαριστήσει (τότε ο αδερφός μου έφυγε). Είπε για τη μαμά, πως όταν ήταν κορίτσι έπιασε κάποτε μια κουρούνα, τη ράντισε με πετρέλαιο, της άναψε την ουρά και την άφησε να πετάξει μέσα στις φλόγες, μέχρι που έπεσε. Μια άλλη φορά βρήκε σε μια βαλίτσα στο υπόγειο, φυλαγμένη προσεκτικά, την κοτσίδα της μεγαλύτερης αδερφής της, που της την έκοψαν όταν νόμισαν πως είχε γίνει πλέον γυναίκα. Την ξέμπλεξε, οι τρίχες σκορπίσανε, και μετά επί χρόνια όλοι απέδιδαν σ’ αυτό τις ατυχίες τους. Γενικά έκανε πολλές διαβολιές, κι όταν την κυνηγούσαν για να τη δείρουν, αυτή ανέβαινε πάνω στην κυδωνιά και κάθονταν σ’ ένα κλαδί, με το λερωμένο βρακί της, ακούγοντας τις κατάρες από κάτω (ενώ εγώ όταν με κυνηγούσαν δεν ανέβαινα πουθενά, έτρεχα μέσα από σπίτια με πλύστρες).
Είπε και για κείνη στον πόλεμο που είχε σύφιλη και πήγαινε με τους στρατιώτες. Την έλεγαν Ωραιοζήλη, και αυτό το όνομα μου φάνηκε πολύ λυπητερό. Είχε πληγές στα χέρια και στα πόδια, όλο πύον, και περπατούσε ξυπόλητη. ΄Οποιον της μιλούσε τον κοίταζε σα να στήριζε πάνω του πολλές ελπίδες. Στέκονταν συχνά απέναντι απ’ το σπίτι μας, εκεί που τώρα παίζαμε με τα σκουριασμένα κουτιά των εντομοκτόνων, και τραγουδούσε (εδώ η γιαγιά έρριξε πίσω το κεφάλι της και τραγούδησε αταίριαστα γλυκά, χαμογελώντας):
Τι ήμουνα, τι έγινα και τι θα γίνω ακόμη
έλα ν’ αλλάξουμε καρδιές, δώσε μου τη δικιά σου…
Μια νύχτα οι φαντάροι την ξεγέλασαν, την πήγαν στο νεκροταφείο κι εκεί την εκτέλεσαν, ανάμεσα στους σταυρούς. ( Όλα αυτά πόσο έμοιαζαν αλήθεια με τη λουρίδα από φως που παλιά έμπαινε καμιά φορά επί ώρες από τη χαραμάδα της πόρτας, έρχονταν καταπάνω μου κι έπαιρνε εκείνες τις διαστάσεις).
Η γιαγιά συνέχισε, μπερδεύοντας με το ένα χέρι τα μαλλιά της, με τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία, τότε που πήγε στο σπίτι μιας γειτόνισσας για κάποια δουλειά κι αυτή την πήρε και της έδειξε το κρεβάτι όπου κοιμόταν. Το είχε τριγυρισμένο με τοιχάκια από πλάκες πράσινο σαπούνι, όπου υπήρχαν πλήθος γδαρσίματα και νυχιές. ΄Ηταν από τα πνεύματα που έρχονταν τη νύχτα, της εξήγησε- ξεσπούσαν εκεί πάνω επειδή δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Κι εγώ μ’ αυτήν την εξήγηση, έτσι όπως ήμουν καθισμένος κι άκουγα μου φάνηκε ότι κατάλαβα κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ότι θα μπορούσε ο καθένας να εννοήσει.
Βγήκα στην αυλή και κοίταξα απέναντι στη πλατεία του χωριού, στο τέρμα της κατηφόρας σκοτεινιασμένη. ΄Επαιζαν ταινία, φαίνονταν μάλιστα και το πάνω μέρος του τεντωμένου πανιού που τρεμόπαιζε, μάλλον δυο άνθρωποι φιλιόντουσαν. Η φωνή δεν έφτανε ως εμένα (ίσως και να μην υπήρχε). Στην άκρη της αυλής, πάνω στη λάμπα του στύλου ήταν σύννεφο οι μαύρες πεταλούδες. Μια γυναίκα στα μαύρα, που μόνο η μύτη της φαίνονταν να γλυστράει μέσα στη νύχτα, πέρασε απ’ το διπλανό δρομάκι και με χαιρέτησε, αν και δεν μ’ ήξερε. ΄Ύστερα σήκωσε ψηλά τα μάτι, έπλεξε τα δάκτυλά τα ανάποδα και , προχωρώντας πίσω απ’ το ντουβάρι, χωρίς να τη βλέπω, έλεγε ότι στον καιρό της οι άντρες ήταν ανάρπαστοι, αντιστοιχούσε ο καθένας σε δεκαεφτά κοπέλλες, τώρα πόσες νάχαν γίνει άραγε, είκοσι;
Σκέφτηκα μ’ ένα σφίξιμο τι τρομερό θα ήταν αν πέθαιναν οι γονείς μου η τ’ αδέλφια μου κι εγώ δεν μπορούσα να κλάψω, δεν ήμουν σε θέση να νιώσω την απελπισία που άρμοζε, τι θα γινόμουν τότε; Στο έργο στην πλατεία τα κεφάλια των θεατών έμειναν ακίνητα, η πρωταγωνίστρια στέκονταν τώρα πίσω από ένα παράθυρο, που στην πραγματικότητα ήταν η φωτεινή επιφάνεια μιας παιδικής φωτογραφίας, και με το λεπτό της δάκτυλο ζωγράφιζε πάνω στο τζάμι σχήματα αόρατα (προηγουμένως είχε γίνει κάτι πολύ δυσνόητο). Τα μάτια της ήταν χαμένα, κοίταζαν πάνω από τις μικρές σειρές των καθισμάτων, κάπου προς το μέρος μου, στα σπίτια και τους δρόμους της μαύρης πλαγιάς.
Πίσω μου ακούστηκαν οι συνηθισμένοι θόρυβοι της νύχτας στο σπίτι, κάποιος είχε ξεχάσει ένα φως ανοιχτό, ο αδερφός μου έπρεπε να κάνει την προσευχή του και να πέσει, ήταν αργά. Όταν γύρισα να μπω είδα τη γιαγιά μου να στέκεται στην πόρτα χαμογελώντας λοξά κάπως γυρτή, με τα μάτια μισόκλειστα. Κουνούσε αργά την τεντωμένη παλάμη της, σα νάκοβε φέτες στον αέρα, θέλοντας να πει ότι άξιζα να με μαλώσει.
*Η φωτογραφία απο το "a Greek portfolio" by C.Manos
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.