Aντίς για «κόλιαντα»...*
ΣΑΤΙΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Ἐ, νά, εἶπα κι ἰγώ νὰ βγάλου ’ψα τού κιφάλ’ ὄξου που ν’ τρύπα μ’ νὰ τὰ πῶ κί νὰ ξιρχάνου.
Γλέπου καλά παένουν, σάματ’ ζουήριψαν «τὰ μ’κρά», στοὺ χουργιό. Ἔβαλαν ἀμπρουστά ξανά τοῦ «Σύλλογου» τς «μι σουστή κατεύθυνσ’» ἀπ’ λέμι, δίχους μπάλλα προύς ὥρας αὐτήν τ’ φουρά, γιατί δὲν εἶνι τὰ οἰκουνουμικά ἴσους κατάλληλα κὶ δὲν σκών’ καένα πουρτουφόλ’ μιταγραφές κι ἔξουδα παραπανίσια. Ὅλα μὶ τού καλό κι ὅλα μι τ’ σειρά τα θανάρθ’ν. Εὔχουμέστι στοὺ Θιό νὰ μᾶς διν’ γειά κι καλουσύν νὰ μποροῦμι οὑ καθένας μι τοὺν τρόπου τ’ νὰ βουηθάει ἀφνούς ἀπ’ σ’κώνουν τοῦ φουρτιό νάνειτου τοὺ φῶς ἀναμμένου στοὺ χουργιό. (Κι δὲν ἰννουῶ τ’ ΔΕΗ γιὰ νὰ συνινουγιούμαστι).
Ὅμους, ἀμπρὲ καλὰ μ’ πιδούλια… Ἀγριέφκα ψίχαλα ἰγώ, οὑ ξ’νός κι οὑ π’κρός, ἀπού τ’ βραδυά μι ν’ πανσέληνου κὶ τζάζ (οὐραίου μ’ ἄρισιν πολύ κι μι μαλάκουσιν ν’ ψχή!) μι τ’ ἰκείνου τοῦ «γαστρουνουμία»… Τὶ τοὔθιλάτι; Δὲν εἴμαστι οὖντι σι καμμιά βιράντα στοὺ Χίλτουν οὖντι σὶ καένα πιντάστιρου ριστουράν… Ιχτός ἀπού ν’ ἀστυνουμία ἤ τ’λιμαργία ἰμένα ποὺ κάναν κιρό, ὅταν ζούσα, ἤμαν κὶ γιατρός (ἔτς θαρροῦσιν οὑ κόσμους…) σάμπους σι «γαστρουρραγία» μι φέρν κι τ’ φουβοῦμι τ’ λέξ’. Πέτι τα μπουγατσιώτ’κα μιζέδγια, γκριμουτσιές καναγκιρίσις. «Ἔλατι γιὰ ντιρλίκουμα», «νὰ ν’ τιλώστι», «ουρίστι νὰ πάρτι ἕνα ὅτ’» νὰ λέτι στοὺν κόσμου. Νὰ τς κατέβ’ κι ἡ βούκα τ’ς ἀνθρώπ’ ἴσια κάτ’. Λέου τώρα ἰγώ… Ἰσεῖς κάμ’τι ὅτ’ θέλ’τι. «Πιρί οὐρέξιους κουλουκυθόπ’τα» ἀπ’ λέει κι οὑ λόγους, ἄϊντι τοὺ πολύ κι τραχανόπ’τα (μπουρεῖ ὅμους κὶ μπουμπότα ἀλλά κὶ κατσιαμάκ’ δέ μᾶς κακουπέφτ’. Μόν’ νὰ πιτύχ’!).
Τοὺ ὅντις σειίσκα μι τ’ ἰκείνου τοὺ Χστουγινιάτκου ταξίδ’ ὥς τὰ Τρίκαλα «στοὺ Μύλου τοὺν ξουτικῶν». Ἀρέ, νὰ φ’λάξ οὑ Θιός. Θέλτι στ’χειά στοῦ Μπουγατσκό κὶ δὲν τάχ’τι σάματ’; Ἄσουτα μπρὶ εἶνι. Κὶ πιθαμένα κὶ κοιμτζμένα κὶ ἀφ’μένα. Νὰ ζουντανέψτι τοὺ στ’χειό τ’ς Καραΐσκους, τοὺ στ’χειό τ’ς Γκουντιλίνας, κι καμπόσα ἄλλα (ρώτατι τζ μπαμπάδις σας, τς μάννις σας κι τζ μπάμπις νὰ σᾶς τὰ ποῦν μι ὄνουμα κὶ μὶ διεύθυνσ’ ποῦ κάθιταν τοὺ κάθι ἔνα ποὺ τ’ αὐτά τὰ καλότ’χα).
Θέλιτι κι μύλουν ἀπού πάν; Οὖντι ἕνας, οὖντι δγυό νιρόμυλ’ ἦταν στοὺ Σάντ’βου κὶ στοὺν Πόρου κανανγκιρό (ῥέμα Σαντόβου. Ἐκεῖ λειτουργούν 10 ὑδρόμυλοι στὴ σειρά.—Σχινᾶς Ν.). Βάλτι κι ἕναν μύλου πούχιν οὑ Ἀγαθουκλῆς οὑ Πανταζίδης βινζινουκίντου μές στοὺ χουργιό προυπουλιμικά. Ὅλου κι κάνα στχειό θὰ γκιζιρνάει ἰκεῖ ἤ καένας γκριμότσιας καλκάντζαρους ζιβζέκς ἀπ’ κώθιτι οὑλουχρουνίς. Στὰ Τρίκαλα ἦταν ἀνάγκ’ νὰ σκουθῆτι κι νὰ πᾶτι; Δὲ λέου… Καλά κι αὐτά, καλός κι οὑ Σακαφλιᾶς, ἀπ’ τοὺν σκώτουσαν στὰ Τρίκαλα στὰ δγυό στινά οι μουβόρ’, ἀλλά ψάξτι, κάμ’τι καμιά γύρα μὴ ζουντανέψ’ πουθινά καένα ποὺ τὰ θ’κα μας κι τοὺ κάμουμι «ἀτραξιόν παγκόσμια»…
(Ἄφκέτι ἀπ’ μ’ ἔρχιτι νὰ σᾶς πῶ νὰ βάλουμι ἀμπρουστά ξανά τ’ ἀμπέλια… Κὶ νὰ οἱ μούστ’, κι νὰ τὰ πιτμέζια, κὶ δώστου οι μουστόπτις, οι κατσιαμάκις, τα σουτζούκια, κι νά τὰ κρασιά τὰ μπρούσκα, κι νὰ τὰ καζάνια ὅλνύχτα, κι να οἱ ρακές οἱ μιταβγαλμένις μι γλυκάντσου κι δίχους. Νὰ τς φκιάσουμι ἱμεῖς ὅλνους «σ’ ἄλλ’ ἀράδα» ἅμα κάμν κι ἔρθν κατά ἰδῶ. Νὰ μὴ ξέρ’ν πῶς ἦρθαν κι νὰ μὴ θέλ’ν κάνκαμιά φουρά νὰ φύγ’ν ἀπ’ τοῦ Μπουγατσκό. Τόσου θὰ μᾶς ἀγαπήσ’ν…)
Γιὰ τοὺ Μπαζάρ τοὺ Χστουγινιάτικου στοὺ …Παζάρ’ θὰ σᾶς τοὺ ξουμουλγθῶ. Τὰ χουργιά ὅλα ἀφανίσκαν σν Ἱλλάδα ἀφόντς πῆγαν νὰ οὑμοιάσν σν πόλ’ ν’ τρανή. Ἔτσ’ ἦρθιν κὶ τοὺ τέλους τα. Ἴγκαν ένα, ἴσια κι ὅμοια κι ἀγνώρ’στα…
Κράτ’σέ τι τὰ ἰθίματά μας, κράτ’σέ τη την ν’ πιρφάνια μας, τὰ μπίραβα, τὰ πάππουν προὺς πάππου, τὰ νόστ’μα κὶ τὰ πουνιτ’κά τὰ λόγια κὶ τς λέξεις ἀπ’ ἔχ’ν γοὺστου κι ἄφκέτι τα κατά μέρους αὐτὰ ἀπ’ θέλ’ νὰ π’λάει ἡ μόδα κὶ οἱ μόστρις.
Θέλν’αυτοί ριβιγιόν κι παπιόν; Θὰ κάμνουμι ἰμεῖς γλέντια κι σαματάδις μι νταούλια κι ζουρνάδις. Θὰ μᾶς λὲν Μπαζάρ κι θὰ λέμι «ἔλατι στοῦ θ’κό μας τοῦ Παζάρ’». Θὰ μᾶς λὲν Κάλαντα θ’ ἀπαντοῦμι «κόλιαντα». Κι θὰ βγάνουμι τ’ τζιουμπανίκα ἀπ’ τοὺν τρουβά. Κὶ θὰ βάνουμι μὲσα ν’ κουλιαντίνα π’ θὰ μᾶς δίνουν οἱ μπάμπις. Δὲν θ’ ἀκοῦμι κανγκαέναν. Θὰ γένουμι ντὶπ κ’φοί. Δὲ θὰ τς ἀφήκουμι ἰμεῖς ἀφνούς νὰ μᾶς κάμ’ν ἴσιουμα. Κι μόναχ’ θὰ λάμπουμι στὰ 777 μέτρα. Πιὸ ψηλὰ κι ἀποὺ τς Σαλουνκιοί κι ἀποὺ τς Ἀθηναίοι. Θὰ φαίνουμέστι καλύτιρα. Σέφκατι σι νουή;;;;
Ἄϊντι «Καλές γιουρτές!» Κὶ νὰ μή φᾶτι πουλλές τσιγαρίδις οἱ τρανύτιρ’. Δὲν εἶνι γιὰ χόρτασ’! Μόνι γιὰ τοῦ ἀντέτ. Ὅλα μι μέτρου γιὰ νάμαστι γιροί κι τ’χρόν ὅλ’. Κι ἄφκετι κι μια γουνίτσα π’ του σαραϊλί στοὺ κιλλάρ’ γιὰ τοὺν καλκάντζαρου, νὰ τοὺν καλουπιάσουμι κι νὰ τοὺν φέρουμι σι φιλότ’μου θάρρουμ’.
Οὑ Παζαριώτς
* Δημοσιεύτηκε στο φ. 147 της εφημερίδας «Το Βογατσικό» (Ιουλ.-Δεκ. 2024)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.