Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Όπως σε γλέντι τη νύχτα ξαφνικό...




Φωτογρ. Γιώργος Γκολομπίας

[...] Θα καίγαν 'ολα

Τίποτα δεν θα πείραζεν εμένα

Το πιο μεγάλο χάζι [...]

Θεόδωρος Ντόρρος
"Στου γλυτωμού το χάζι"


Αναμφίβολα δεν αποτελούσε  κάποιο σημαντικό αρχιτεκτόνημα. Θα μπορούσες απλως να το πεις διαίτερο" ή διόμορφο". Το χτίσιμό του το τοποθετώ μερικά χρόνια μετά την διπλή πυρπόληση του Βογατσικού. Γύρω στα 1920.  Ένα ψηλό, πέτρινο, μακρόστενο κτίσμα με "τυφλή" και ασοβάντιστη  ολόκληρη την νότια πλευρά του επειδή προφανώς συνόρευε με οικόπεδο (όπου δεν θυμάμαι ποτέ να έχει υπάρξει άλλο κτίσμα). Ξεχώριζε ανάμεσα στα σπίτια του χωριού κυρίως για το ύψος του. Ήταν κτισμένο σε ύψωμα και, καθώς ο εργολάβος εκμεταλλεύθηκε το πρανές, το σπίτι έγινε τριόροφο. 

Στο ισόγειο του σπιτιού η οικογένεια Τσαγανά διατηρούσε ένα από τα πιό παλιά μπακάλικα του χωριού. Το είχα προλάβει σε λειτουργία. Κατά τη δεκαετία ΄70 λειτουργούσαν  τα μπακάλικα του Στέργιου Παπαστέργιου-Τέζια & υιoύ (το πλέον οργανωμένο!) του Πέτρου Βοϊδομάτη, του Κώστα Δαρλαγιάννη ["Η Κάτω Αγορά"!], του Κώστα Λέτσα, του "μπάρμπα Μήτσιου" (πλάι στο Δημοτικό σχολείο), "της κυρά Πηνελόπης" (στο Τζίτσκο) κι αυτό της οικογένειας Τσαγανά.

φωτογραφία: Ν. Τσίγκας
Η Τούλα Τσαγανά-Τακαντζιά, ανύπα- ντρη μεγαλοκοπέλα και κληρονόμος της οικογένειας, κατάφερνε να το εφοδιάζει κάπως με "αγαθά" ώστε να εξυπηρετεί την μικρή πελατεία της. Όταν όμως τη δουλειά απορρόφησαν σιγά σιγά τα μεγαλύτερα παντοπωλεία, που ήταν πάνω στο δημόσιο δρόμο και στην πλατεία του χωριού, αναγκάστηκε και το 'κλεισε. 

Η Τούλα γηροκομούσε τον πατέρα της και τον θείο της Αθανάσιο [σημ. από τα σχόλια που ανάρτησε στο blog ανεψιά της Τούλας  μάθαμε πως τελικά ο Θανάσης ήταν ...αδερφός της!] που ήρθε κατά τας δυσμάς του βίου του στο χωριό επιστρέφοντας από τον Καναδά. 

Ο κυρ-Θανάσης ήταν ένας λιπόσαρκος, ήσυχος, λεπτεπίλεπτος στους τρόπους και τις συνήθειες,  αγαθός άνθρωπος με μια εξασθενημένη ανάσα. Ίσα που έβγαινε η φωνούλα του. (Έμοιαζε καταπληκτικά με τον γηραιό πατέρα της οικογένειας στην ταινία "Η τιμή των Πρίτζι"). Έβγαινε καθημερινά στην πλατεία, στο καφενείο, πήγαινε στο κουρείο, συναναστρεφόταν τους άλλους καλοντυμένους -στην τρίχα- "αμερικάνους" συνταξιούχους φίλους του που κάλυπταν και την κεφαλή τους με ακριβά ρεπουμπλίκια. Περνούσε δε συχνά κι από το ταχυδρομείο για να παραλάβει  κάποιο τσεκ ή την -τακτικότατη- αλληλογραφία του. Εκεί τον περίμενα πολλές ελλόγου  μου που, καθώς "είχα τα μέσα"  αφού ο προϊστάμενος του γραφείου "Τρία Ταυ" ή ΤΤΤ (Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο/τηλεφωνείο και Ταμιευτήριο) ήταν  συγγενής μου, κατάφερνα να του αποσπάσω τα γραμματόσημα ακρωτηριάζοντας τον "φάκελλο αεροπορίας"   με το κόκκινο-μπλε κορδόνι στο περίγραμμα στο ...επιθυμητό σημείο. Μεγάλο μέρος της συλλογής μου των γραμματοσήμων συμπληρώθηκε από τους φακέλλους που λάβαινε ο πράος και μειλίχιος αυτός άνθρωπος. 

Κάποτε η Τούλα απόμεινε μόνη  κι όταν και η ίδια γέρασε αρκετά, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου την φρόντισαν ως τον θάνατό της συγγενείς της.  Το σπίτι για πάνω από είκοσι χρόνια ήταν ακατοίκητο. Έρμαιο της κατερρείπωσης, της εγκατάλειψης και των πολλαπλών συλλήσεων...



Προχθές αντίκρισα το σχετικό βίντεο και τις φωτογραφίες στο ρεπορτάζ γνωστής εφημερίδας της Καστοριάς*. Θα μπορούσε κανείς -που θα 'θελε να αυταπατηθεί ή να παρηγορηθεί- κάλλιστα να υποθέσει πως το σπίτι μέσα στη παγωμένη νύχτα, και με το χιόνι ολόγυρα για σκηνικό, ετοιμάστηκε για κάποια γιορτή. Ένα εωσφορικό, απόκοσμο -και σαν κινηματογραφικό- φως φαίνεται να βγαίνει από το χώρο όπου κάποτε λειτουργούσε το μπακάλικο. Φωτίζεται λίγο το χιόνι και ένα σπίτι στο βάθος. Φαντάζομαι πως οι ήχοι από γυαλικά που θα ακούγονταν κάθε τόσο να σπάνε θα προέρχονταν  από μπουκάλια που είχαν απομείνει ή από τα λιγοστά τζάμια στα παράθυρα... (Ή μήπως τα 'σπαγαν γλεντοκόποι που έφτασαν στο αμήν;)



Στον πάνω όροφο το φως πιό έντονο κανονική φωταψία   σαν να είχαν ανάψει όλοι μαζί οι πολυέλαιοι στη σάλα. Τέτοιες πολυτέλειες και δόξες βέβαια δεν είχε γνωρίσει ποτέ το σπίτι. 
Το νυχτερινό "γλέντι" λοιπόν έμοιαζε σαν να 'χει φουντώσει για καλά...




Όμως το σπίτι καίγονταν...

Ήρθε κι η πυροσβεστική -για να προχωρήσει στην κατάσβεση- όταν αυτό είχε πια λαμπαδιάσει ολόκληρο. Με τέτοιον χιονιά και κρύο ολόγυρα, φαίνεται πως προτιμήθηκε  απλώς η επίβλεψη της θεαματικής δημόσιας αποτέφρωσης του ...νεκρού!

Ένα ακόμα σπίτι της βογατσιώτικης ιστορίας εξέλιπε με μαρτυρικό τρόπο. 

Έχουν και τα σπίτια την τελευτή τους...

16 σχόλια:

  1. Είναι κάποια σπίτια που έχουν επίγνωση της αποστολής τους. Πρέπει να είναι γεμάτα ανθρώπους. Πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να ζουν και να έχουν όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Όταν μείνουν μόνα τους κι απελπισμένα πως θα ζήσουν ανθρώπινη γόμωση συνήθως πυρπολούνται. Έτσι... για να νοιώσουν τη ζέστη και τα φώτα μιας γιορτής ή ενός γάμου. Κι ύστερα; Απλά στέκουν με τ' ανοίγματα μαύρα για να θυμίζουν πως έζησαν εκεί και λύπες με πιο μεγάλη αυτή της εγκατάλειψης...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό σκέφτομαι κι εγώ Γ.
      Αυτοπυρπολούνται-αυτοαναφλέγονται [..."με θαυμάσιο τρόπο" που λένε κι οι ιεράρχες στον Πανάγιο Τάφο] κι αυτοκτονούν ηρωϊκά /αιφνιδιαστικά φωτίζοντας όπως σε γλέντι τρικούβερτο τη νύχτα των τόπων
      προτού πέσουν ατιμασμένα από το χρόνο απαρατήρητα μέσα στην επιδημική αδιαφορία.

      Θυμάμαι πάντα με δέος αυτό: "Ξέρεις, τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις" [ Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ ]

      Διαγραφή
  2. Κανένας λαθρομετανάστης ή άστεγος θα βρήκε καταφύγιο στο σπίτι και στην προσπάθειά του να ζεσταθεί το λαμπάδιασε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το σενάριο του ε μ π ρ η σ μ ο ύ μοιάζει να είναι το πιο κοντινό...

      Διαγραφή
    2. Κάποιοι άνθρωποι απλά, δεν μπορουν να αναγνωρίσουν την ομαρφιά,σε πράγματα παλαιά,με ιστορία .Και αδιαφορούν.Και εγκαταλείπουν.

      Διαγραφή
  3. Ήταν, πραγματικά, και ιδιαίτερο και ιδιόμορφο.Οπως και οι ένοικοί του.Ήταν το σπίτι των παιδικών μου χρόνων.Για τα καλοκαίρια, τα χριστούγεννα, το πάσχα.Ήταν το σπίτι που πάντα μου φάνταζε τεράστιο,παράξενο, μυστηριώδες.Ήταν το σπίτι που ζούσε η γιαγιά και ο παππούς.Ήταν το σπίτι που έζησε η μάννα μου.Που όταν πέθαινε,ζητούσε νερό απο τη Παπαδράμ.Ήταν το σημείο αναφοράς μου.Ήταν ό,τι μου θύμιζε τη μάννα μου , τις ρίζες μου.Και τώρα?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν με χωρούν οι τόποι σας.Ούτεοι χαρές σας ούτε ο πόνος μου.Σας θάβω και με θάβετε.Δεν με χωρούν οι τόποι σας.Δεν ξέρω που να ζήσω.>

      Διαγραφή
    2. Οι μνήμες πονούν...
      Όσο ζούμε θυμόμαστε.
      Κι όσο θυμόμαστε όλα υπάρχουν. Κι εκείνα που πέθαναν, κι αυτά που κατέρρευσαν, κι αυτά που πυρπολήθηκαν κι εκείνα που κατεδαφίστηκαν:
      Όνειρα, άνθρωποι, σπίτια, πράγματα.

      Ας θυμηθούμε πως αντίκρισε , πολλά χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης, το πατρικό του σπίτι ο Γιώργος Σεφέρης σε επίσκεψή του εκεί:
      […] Στρίψαμε προς τη θάλασσα: όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία.Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας, και τα πράγματα, κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι...
      Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω-έπειτα, το «σπιτάκι» μας.
      Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη-δε θα την ξανάβαψαν από τα δικά μας τα χρόνια. Έχω ακόμη το κλειδί της στην Αθήνα....Τα παραθυρόφυλλα στο απάνω πάτωμα σάπια-έμοιαζαν να μην κλείνουν ποτέ. Οι τοίχοι λεπροί. Προσπάθησα να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού...ξεχώρισα το τζαμωτό χώρισμα της τραπεζαρίας...δεν έφεγγε αρκετά παρακάτω. Καθώς παίρναμε φωτογραφίες, δυο τρία παιδάκια ξετρύπωσαν από τη σκουριασμένη πόρτα σαν μεγάλοι αρουραίοι...
      Έκανα το γύρο περπατώντας στο βραχίονα του λιμανιού ως το φανάρι-ασβεστωμένο τώρα, μοιάζει από αλάτι...
      Εκεί,στην άκρη,πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα.Έτσι,που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας-καημένη Σκάλα...
      Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα-κι εδώ όλα κλειστά...δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ...
      Πέρα από το περιβόλι, ξαφνίστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό-το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος. Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε, αλλά παρακάτω χάος:ούτε αμπέλια, ούτε λιόδεντρα, ούτε ροδιές, ούτε συκιές: ένας χέρσος τόπος. Από το άλλο μέρος, δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία:ο γερο-πλάτανος μάς άφησε χρόνους...εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με τα σπουργίτια του. Η εκκλησιά μας, ο Άης Νικόλας, έχει γίνει σχολείο.
      (Βλέπω τη μάνα μου, με το ασημωμένο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο)..."
      Σήμερα στο «σπίτι των Σεφέρηδων» τούρκος επιχειρηματίας πουλάει …κεμπάμπ.

      Διαγραφή
    3. #Δεν με χωρούν οι τόποι σας.Ούτε οι χαρές σας ούτε ο πόνος μου.Σας θάβω και με θάβετε.Δεν με χωρούν οι τόποι σας.Δεν ξέρω που να ζήσω.#

      Α ν ώ ν υ μ ε , καλέ μου φίλε.
      ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΩ και σου σφίγγω το χέρι για την ποιητικότατή σου "αποστροφή"...

      Διαγραφή
    4. Στο ιστολόγιό σας ξεκινάτε με μια φράση που την έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές Όταν η μνήμη ξεθωριάζει πήγαινε κατά το χωριό Όμως σκέφτομαι,όταν οι μνήμες πονάνε τότε αφήνεις να ξεθωριάσει ο δρόμος κατά το χωριό.Και όσο επώδυνο κιαν είναι αφήνεις πίσω και πρόσωπα και ιστορίες και αναμνήσεις.

      Διαγραφή
    5. Λοιπόν αγαπητέ (-ή) "Ανώνυμε", ΠΟΤΈ΄ οι μνήμες μας [ότι παρήλθε!] δεν θα είναι συμβατές με την πραγματικότητα [το παρόν...].
      Διαρκώς θα διαπιστώνονται ...ελλείψεις και α π ο υ σ ί ε ς [σκληρές απουσίες].Για παράδειγμα, εγώ τώρα βρίσκω όλο και πιό συχνά αρκετούς συγγενείς, φίλους, γνωστούς μου -που σημαδεψαν σαν παρουσίες την παιδικη μου ηλικία-... μοναχά στο νεκροταφείο του Αη Νικάνωρα ή των Αγ. Αποστόλων. Σπίτια που γνώριζα κατερειπώθηκαν δεν υπάρχουν. Συνήθειες, γιορτές, ύφος , τρόποι, συμπεριφορά και ήθος των άνθρωπων έχουν αλλαξει[δεν λεω προς το καλυτερο ή το χειρότερο. Η ιστορία δεν ρωτά. Προχωρεί... ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!]. Σάτιρα αυτού του πράγματος προσπάθησα να κάνω στο βιβλίο μου "Ου απάν΄κι ου κατ' ου κόσμους"...

      Ωστόσο, η ε π ι σ τ ρ ο φ ή είναι περισσότερο φιλοσοφική θεώρηση παρά πρόταγμα μιας ρεαλιστικής επαναπροσέγγισης...
      Το "motto" του blog ανήκει στον μεγάλο Ίωνα Δραγούμη. [Δεν απέχει πολύ απ' αυτό που προτρέπει και ο T.S. Eliot παραδίπλα...].

      Κι έρχομαι και σ' αυτό που λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος;
      "Το παιδί αφήνει τον τόπο του, ο τόπος ποτέ"
      Στοίχειωσε μέσα μας το Βογατσικό σαν κατάρα, σαν δυνάστης, σαν μαρασμός, σαν ΕΥΛΟΓΙΑ...
      Διότι -μην το ξεχνούμε!- πέρασαν δίπλα μας και ΜΥΡΩΜΕΝΟΙ άνθρωποι με το χρίσμα των ΑΓΙΩΝ![ο νοων νοήτω...]

      Διαγραφή
  4. Και έτσι, για την ιστορία,η Τούλα (πιο ιδαίτερη και ιδιόμορφη απο το σπίτι!!) ήταν αδελφή του Θανάση και της μαμάς μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. H Tούλα... Την είχα δει τελευταία φορά κάπου στην Αγγελάκη κάπου στα 1995... Καθόταν σ' ένα καρεκλάκι πλάι σε κάποιο περίπτερο που υπήρχε εκεί. Δεν είχα την αίσθηση ότι με γνώρισε ή κατάλαβε από πού είμαι.

      Όσο για τον ΚΥΡΙΟ Θανάση με αιφνιδιάζετε! Δέν ήταν θείος της μα αδελφός της; Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο μα τόσο ξεχωριστός και μειλίχιος...

      Διαγραφή
  5. Στην Αγγελάκη έμενε.Και,ναί, είχε αντικαταστήσει το πεζουλάκι μπροστά απο το παντοπωλείο, με μια καρεκλίτσα μπροστά στο περίπτερο!
    Η ζωή της και το τέλος της, μαιάζει πολύ με την ιστορία και το τέλος αυτού του σπιτιού...
    Πραγματικά ο Θανάσης ήταν σα χαρακτήρας εκ διαμέτρου αντίθετος απο την Τούλα !
    Σας ευχαριστώ πολύ, που με ακούσατε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ για τη συνάντηση, την κατάθεση ψυχής, τις [αιφνιδιαστικες] πληροφορίες...
      Καλή χρονιά!

      Διαγραφή
  6. Καλή χρονιά και σε σας.

    Παρεπιπτόντως, έχουμε την ίδια ηληκία αλλά δε σας θυμάμαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή