«Μπουμπουσιάρες» (ποπ-κορν Βογατσικού)
Εμ κι βέβια του ποπ-κορν τ’ Μπουγατσκού είνι οι μπουμπουσιάρις. Μι ψα λάδ’ ή βούτυρου στουν πάτουν απ' τουν τέντζιουρ ουπάν’ στ’ μασίνα, άλας όσου πρέπ’ ̶ μη γέν’ κι λύσσα ντεεε… κι μι σφαλτζμένου του καπάκ’, τραντάζουμι κι σνάζουμι γιρά, ν’ ανακατουθούν τα σπυριά ’π’του καλαμπούκ’ να μη κάψν’ κι για νάρθ' κι να γέν’ ταμάμ του πράμα. Χιρνάει τότις του «πακ-πακ-πακα-πακαπάκ» (κι όχ’ «τα-τα-τα-τα!» απ’ λέει ή Μαρίνα Σάττι…). Ένα άσπρου β’νό γλέπ’ς ν' ανασκώνιτι σαν σκώησ’ς του καπάκ’. Άμα ξιγιλαστείς όμους κι τ’ ανοίξ’ς αρχίτιρα, τότις απιτάχνιουντι όξου, σαν ακάτσουτα πιδούλια, καμπόσις χουντρές άσπρις μπουμπουσιάρις. Σαν πάλτσις απού χιόν΄ ζιματ’στές, πέφτ’ν ιδώ κι ικεί μέσα σ’ν παρστιά κι γιουμόζ'ν τα σταλίκια…
Τις μπουμπουσιάρες συναντάμε ως: πλιούφκες στην Καστοριά και πρίτσες στην Ανθρακιά Γρεβενών.
Αλλού στην Ελλάδα*: πριτσάλες στα Δολιανά Ιωαννίνων, παπαδούλες στην Ημαθία, πατλάκια στη Δράμα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή, τσακλία στην ποντιακή διάλεκτο, κοκονέλες στην Κέρκυρα, κοκόσες στην Πάργα, σίταρους, σιταροπούλλα και σιταροπούλλες στην Κυπριακή διάλεκτο, βαμπουλίτσες στον Τρανόβαλτο Κοζάνης, παπαρδέλες στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας, κουκουφρίκες στη Βοιωτία, φακιόλες στην Άρτα, παπαδίτσες στα Ιωάννινα, παπαλούτσες ευρύτερα στον νομό Σερρών, σκαστερά στην Μαυροθάλασσα Σερρών, φούσκες στο Αηδονοχώρι Σερρών, πατλαντίκες στο Σκούταρι Σερρών, παπαλιόσκες στην Νικόκλεια Σερρών, παρπαζόλες ή παπαρούσκες στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών, παπαλούτσκες στην Βαμβακούσσα Σερρών, παπόσκες στο Χρυσό Σερρών, γκαγκάσκες στον Δρυμό Θεσσαλονίκης, σκαζμούθρες στους Στρόπωνες Εύβοιας, φραγκοκύτταρα στην Κάλυμνο, παπούσκες στην Κοζάνη και σε κάποια χωριά του νομού Έβρου, πασπάτα, παπαρδούλες, κατσιούλες, κουκουσάρια, στην Ήπειρο κ.α.
Καλή Σαρακουστή!
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ψα=ψίχαàψ΄χαàψα=λιγάκι
τέντζιουρς=τέντζερης [και τιντζιρές-τιντζιρέδια επίσης]
σφαλτζμένου=σφαλισμένο, κλειστό
σνάζουμι=τινάζουμε, κουνάμε
καλαμπούκ’=καλαμπόκι
χιρνάει=αρχινά
ακάτσουτα=άτακτα
πάλτσις=χοντρές νιφάδες
παρστιά=παρά την εστίαν, το καθιστικό δωμάτιο
γιουμόζ'ν=γεμίζουν
τα σταλίκια=σταλίκι σμν. το σημείο, το σημάδι, το όριο. Η σημασία εδώ είναι: παντού στις άκρες, ολόγυρα.
*Άντληση από: https://www.kathimerini.gr/k/gastronomos/562925965/pop-korn-koykoyfrikes-i-skazmoythres-pos-leme-sta-choria-mas-to-dimofiles-snak-2-syntages/
Πρίτσες
ΑπάντησηΔιαγραφή"Πρίτσες" (στην Ανθρακιά Γρεβενών) να γράψω;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά το έγραψες Νώντα!
ΑπάντησηΔιαγραφή