Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ένα ποίημα



 Σε γκαρδιακό μου φίλο

                      
                                                                    Του Γιώργου Κοτζιούλα
Αλώνια στο Βογατσικό (δεκαετία του '30)

Οι μούλες παίζουνε χωρίς εσένα στα καπούλια
Κι εγώ, Γεράσιμε, γυρνώ, στην πρώτη μου επωδό.
Εχάσαμε τα δέντρα μας, ξεχάσαμε την πούλια
μήτε μια πέτρα του Θεού δεν βρίσκεις πια εδώ.
Εμείς οι δυό μας έπρεπε να μείνουμε ξωμάχοι
με καμιά τέχνη απ' αυτές τις πατρογονικές
Θα κάνουμε όλες τις δουλειές, θα τρώμε ό,τι λάχει
Με τα καλά σου θά 'βγαινες κι εσύ τις Κυριακές.
Μα πάλι σάμπως από κει δεν ήρθα; Δεν τα ξέρω;
Από καλό του θ' άφηνε κανείς την εξοχή;
Σπέρνουν κι ούτε το σπόρο τους δεν πιάνουνε το θέρο,
θέρμες, οργή δεν έφτανε που βρέθηκαν φτωχοί.
Η μάνα μου, ο πατέρας σου, κι εκείνοι βέβαια σκάβουν,
είναι καιρός που φύγαμε, θα καρτερούν καιρό.
Δεν ξαίρουν γράμματα πολλά για να μας καταλάβουν.
Κι εμείς.... ώ πώς να τον ειπώ το λόγο τον πικρό;


            Ποιητές κάνουν δώρα  [ http://sarantakos.wordpress.com/2014/08/31/kotzioulasgrigoris/  ]



2 σχόλια:

  1. Eξαιρετικό το ποίημα σίγουρα μιλάει στην καρδιά του Νώντα Τσίγκα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νά ΄ναι καλά ο ευλογημένος "ανασκαφέας" λέξεων,ποιημάτων και κειμένων Νικος Σαραντακος που μας το έδωσε στο blog του το θαυμάσιο ποίημα ενός ακόμα "ξεχασμένου'...του εξαίρετου Γ. Κοτζιούλα.

    Και ναι! Η τυψη της απουσίας [ακόμα και της υποχρεωτικής] σαν μαστίγιο...
    Πάντοτε και παντού!

    ΑπάντησηΔιαγραφή