Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Ου απάν’ κι ου κάτ’ ου κόσμους 

(Ιστουρία φόβια αλλά καν’ πένθιμ’), 

Νώντας Τσίγκας, εκδ. Σύνδεσμος Βογατσιωτών Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Κωνσταντίνος», σελ. 144.*





Το μυθιστόρημα του Νώντα Τσίγκα είναι γραμμένο στο βογατσιώτικο ιδίωμα και δημοσιεύτηκε σε δέκα συνέχειες (1990-1997) στην εφημερίδα το Βογατσικό, πριν κυκλοφορήσει σε ξεχωριστή έκδοση. Παράλληλα το κείμενο είναι γραμμένο και στην καθομιλουμένη για να μπορεί ο αναγνώστης να βρίσκει τις απαραίτητες εξηγήσεις όπου δεν καταλαβαίνει κάτι από τα βογατσιώτικα. Το βιβλίο είναι εικονογραφημένο με σχέδια του συγγραφέα.
Πρόκειται για μια ιστορία αχαλίνωτης φαντασίας. Ο ήρωας έχει πεθάνει από το ’40 και την εποχή της Γερμανικής Κατοχής, αλλά μετά από 60 χρόνια και λόγω καλής διαγωγής καταφέρνει να πάρει μια ολιγοήμερη άδεια από τον Παράδεισο για τον Κάτω Κόσμο που (σε αντίθεση με την παράδοση) είναι ο κόσμος των ζωντανών. Μετά από αρκετές γραφειοκρατικές διατυπώσεις, μαζεύει τα κοκκαλάκια του που είχανε σκορπίσει σε διάφορα σημεία και είναι έτοιμος για το ταξίδι της μεγάλης επιστροφής. Επιλέγει να πάει –πού αλλού;– στον τόπο του το Βογατσικό. Εκεί, λόγω των παλιών του ρούχων και της συμπεριφοράς του τον περνάνε για νεοφερμένο αλβανό (η ιστορία τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90) και μετά από διάφορες περιπέτειες που τις περιγράφει με αρκετό χιούμορ και στωικότητα και αφού παίρνει παράταση στην άδειά του από τον Αρχάγγελο, πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει έναν εν ζωή εξάδελφό του. Αν και συνομήλικοι, ο ένας λόγω του θανάτου του φαίνεται νεότατος και ο άλλος είναι σε προχωρημένο γήρας. Ο γηραλέος ξάδελφός του τού διηγείται τις δικές του περιπέτειες και τι σκάρωσε για να ξεφύγει από το γηροκομείο που τον είχαν κλείσει τα παιδιά του. Εδώ ο συγγραφέας θίγει με πολύ ευρηματικό τρόπο το πρόβλημα της εγκατάλειψης αλλά και της εκμετάλλευσης που υφίστανται τα άτομα της τρίτης ηλικίας από το περιβάλλον τους, κυρίως το στενά οικογενειακό. Μετά από μια απροσδόκητη εξέλιξη όπου τα δύο ξαδέρφια γίνονται πλούσιοι, οι ζωές τους ακολουθούν μια άλλη τροπή, ξεφεύγοντας, έστω για λίγο, απ’ τη μιζέρια, χωρίς όμως να χάσουν το μέτρο και την αυτοσεβασμό τους. 
Το βιβλίο που όπως προείπαμε είναι γραμμένο στο βογατσιώτικο ιδίωμα και στην καθομιλουμένη, διαβάζεται στα βογατσιώτικα. Ο λεκτικός και εκφραστικός πλούτος της συγκεκριμένης ντοπολαλιάς όπως και κάθε ντοπολαλιάς δύσκολα μεταφέρεται στην καθομιλουμένη με την ίδια αποτελεσματικότητα. Και αυτό, γιατί όπως έχουμε ξαναγράψει από εδώ, "Η γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από ένα σύνολο λεκτικών µέσων επικοινωνίας. Εµπεριέχει ισχυρούς κώδικες αντίληψης και προσανατολισµού του ατόµου στην κοινωνική πραγµατικότητα που τον περιβάλλει, λειτουργώντας ως φορέας µεταβίβασης και κληροδότησης εµπειριών από γενιά σε γενιά. Κώδικες ικανούς να λειτουργήσουν αποτελεσµατικά για το άτοµο ακόµα και όταν αυτό ζει σε χώρους ολότελα ξένους, αποκοµµένο από τον γενέθλιο τόπο όπου έµαθε να µιλά. Φαίνεται ότι η γλώσσα και το τοπικό ιδίωµα, σαν φορέας µεταβίβασης των γνωσιακών παραδόσεων µιας κοινωνίας ή κοινότητας κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης του ατόµου, δηλαδή σαν φορέας πολύπλευρης καλλιέργειας, ριζώνει και παραµένει ένας ισχυρός παράγοντας διατήρησης της ταυτότητάς του, ακόµα και σε καταστάσεις έντονης κοινωνικής ρευστότητας (κάτι που πολύ ξεχνούν όσοι κοινωνιολόγοι αρέσκονται να φιλολογούν και να υπερθεµατίζουν περί της κρίσης ταυτοτήτων). Είναι ένα έτοιµο και αξιοθαύµαστα ανθεκτικό υλικό, που επαναχρησιµοποιείται, και που επικαθορίζει κι αυτό σε ένα βαθµό το έργο, όπως τα υλικά που ανασυνθέτει ο παραδοσιακός µάστορας ασκώντας τη µαστορική του", καθώς περιγράφει στο κλασσικό βιβλίο του Άγρια Σκέψη ο κορυφαίος ανθρωπολόγος-µελετητής Λεβί Στρως. 

                                                                                               Σταύρος Γκαϊτατζής

* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ"  σελ.21, Τ.13, Σεπτέμβριος (Φθινόπωρο) 2010


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου