Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Το βογατσιώτικο χιούμορ



Η σάτιρα και η πειραχτήρια, σχολιαστική και σκωπτική στάση, στάθηκαν ανέκαθεν ετοιμοπόλεμα στον δημόσιο λόγο του Βογατσικού. Η ειρωνεία, η καυστικότητα, ο κυνισμός, η δηκτικότητα και η παιγνιώδης διάθεση  ίσως αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία  του ντόπιου χιούμορ. Ο αστεϊσμός, που προκύπτει αυθόρμητα όπως η αναπνοή, είναι ίσως το πλέον αναγνωρίσιμο  χαρακτηριστικό των κατοίκων του μικρού χωριού.

Το Βογατσικό (άλλοτε εύρωστη κωμόπολη) του Νομού Καστοριάς  υπάγεται στον Δήμο Ορεστίδας. Στους πολυπράγμονες, ευφυείς και ιδιαίτερα κοινωνικούς κατοίκους  του δίνονταν ολοχρονίς η ευκαιρία να εκφραστούν με τον  προσφιλή σ’ αυτούς τρόπο (κατά τις τοπικές γιορτές, τις εθιμικές αργίες και τις κοινωνικές συνάξεις όπως: σε γάμους, αρραβώνες βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές και γιατί όχι; ακόμα και στις κηδείες!). Φίλοι της συντροφικότητας, λειτουργούσαν αποκλειστικά μέσα από αντροπαρέες. Γλεντοκόποι, ικανοί χορευτές και γερά ποτήρια κατάφερναν να περνούν τη ζωή τους στο κλειστό περιβάλλον του χωριού, πειράζοντας και σχολιάζοντας τους πάντες και τα πάντα, κάποτε και με χοντροκομμένο, είν’ αλήθεια, καγχαστικό τρόπο.

Τα «παρατσούκλια» (ή παρανόμια=παρανόμια/παρ’ ονόματα) αποτελούν μνημεία και κειμήλια της ευφάνταστης και δημιουργικής τακτικής τους. Το παρατσούκλι που οπωσδήποτε μεταφέρονταν …κληρονομικά σε επιγόνους και συγγενείς- υποκαθιστώντας κατά κανόνα και το κανονικό επώνυμο (ενώ το  γνήσιο επώνυμο στο τέλος δεν θα το θυμόταν πια κανείς, ίσως μοναχά ο ταχυδρόμος, οι δάσκαλοι και ο γραμματέας της κοινότητας) μπορούσε να διηγείται από μόνο του μιαν ολόκληρη ιστορία καθώς περιγράφει την κοινωνική θέση, την επαγγελματική ενασχόληση, τα κουσούρια και τις συμπεριφορικές ιδιομορφίες κάποιου. Κατάφερνε να «στιγματίσει», να  σημαδέψει, καθώς εύστοχα  και ανεξίτηλα να αποτυπώσει, κάποια μοιραία ή ατυχή στιγμή της ζωής του (ευτράπελη συνήθως).

Χιούμορ πειραχτικό, αδέσποτο, οξυδερκές, χωρίς λύπηση, χωρίς ηλικιακή, κοινωνική διάκριση ή  διάκριση φύλου ως προς το υποκείμενο σχολιασμού. Φορές ακατέργαστο, πρωτόγονο, γουστόζικα απελέκητο. Κάποτε διατυπωμένο με φλεγματικό τρόπο, ίσως με μια και μόνη  χειρονομία και με  μονολεκτικές ακόμα εκφράσεις, ακόμα και με …εκφώνηση ενός φωνήεντος (για παράδειγμα το «α» ειπωμένο ανάλογα με τη στίξη, την εκφορά, με ανάλογη χειρονομία ή μεταβολή στον τόνο της φωνής μπορεί να σημαίνει τα πάντα).

Λαϊκοί ποιητές του χωριού σε συνάξεις εορταστικές εκφωνούσαν σατιρικά στιχάκια. Δεινοί κυνηγοί και ψαράδες  (και γι’ αυτό «τερατολόγοι» με πρωτεία)  οι βογατσιώτες δεν έχαναν ευκαιρία να αποδώσουν παραστατικά, σε ιδιότυπες performances, τις συγκλονιστικές τους αφηγήσεις στο καφενείο ή στην όρθια ομήγυρη  στην πλατεία. Τα τρανταχτά γέλια υποκαθιστούσαν τα χειροκροτήματα. Ο βογατσιώτης θέλει κοινό και φροντίζει πάντοτε να το έχει σε πρώτη ζήτηση εύκαιρο. Έχω την εντύπωση πως από το χιούμορ των βογατσιωτών σχεδόν  απουσιάζει ο αυτοσαρκασμός. Στοιχείο που ίσως μαρτυρεί κάποιο  έντονα εγωϊστικό και ναρκισσιστικό  στοιχείο καθηλωμένο στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Η αστυφιλία, που φτώχυνε πληθυσμιακά το χωριό, η τηλεόραση και τα νέα ήθη στη διασκέδαση με τον καιρό «μόλυναν» και αλλοίωσαν την ποιότητα, την αυθεντικότητα, την πηγαία και δροσερή φύση του χιούμορ των γηγενών.

 Θυμάμαι όμως τώρα την τυχαία μας συνάντηση, σε κάποια μεγάλη στρατιωτική άσκηση -πάνε από τότε σχεδόν τριάντα χρόνια- στη Κοζάνη, με τον συγχωριανό μου συνάδελφο/γιατρό  Μηνά Κουλιούμπα που ζούσε και ζει ακόμα στη Αθήνα. Καθώς βολτάρουμε μέσα στο χώρο του, τότε, στρατοπέδου του Α΄ Σώματος Στρατού, αντικρίζουμε ένα μικρό «παροπλισμένο» παρεκκλήσιο του στρατοπέδου (που προφανέστατα από χρόνια δεν λειτουργιόταν πια). Έστεκε σιωπηλό κι ετοιμόρροπο περιφραγμένο με πυκνό συρματόπλεγμα ώστε να αποτρέπεται η είσοδος μέσα σ’ αυτό. Ο  φίλος Μηνάς καθώς ξεπερνά την αμηχανία της στιγμής γυρίζει και μου λέει ξαφνικά:
 - Aρέ Νώντα , τι έκαμι αυτό κι το ’βαλαν φυλακή;
Φευγάτος χρόνια στην Αθήνα δεν είχε υποστεί καμιάν απολύτως μετάλλαξη στον καίριο τομέα ενός βογατσιώτη…

 «Το παιδί αφήνει τον τόπο του. Ο  τόπος ποτέ!» που έλεγε κι ο αείμνηστος ασκητής των γραμμάτων μας Ζήσιμος Λορεντζάτος.

                                                                   Νώντας Τσίγκας , Θεσσαλονίκη 17 Μαρτίου 2013

           (Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φαρφουλάς" τεύχος 16 Μάϊος /Άνοιξη-Καλοκαίρι 2013)

x

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου