Φουρνουτάρα
Όλα είχαν τ’ σειρά τα κανάν κιρό. Κι οι γιουρτές, κι οι νηστίεις, κι τα χουρούδια, κι τα τραγούδια κι τα κλιάματα κι οι χαρές κι όλα τα. Όταν ίλιγις Καθαρά Διφτέρα ήταν Καθαρά Διφτέρα μια κι μόναχ’ μέσα στου χρόνου. Χιρνούσι κι η Σαρακουστή. Ταραμάδια, ιλιές χαλβάδια, κρουμ’δάκια, φασούλια πιάζ, άντι του πουλί κι καένα καλαμαράκ’ κουνσέρβα π’ του μπακάλκου (τ’ Παπαστέργ’, τ’ Λέτσα, τ’ Βουϊδουμάτ’ ἠ τ’ Πέτ’, τ’ Τσαγανά, τ’ Τζιαβέλλα ή τ’ς Πηνιλόπς) κι τα συνόδιβις μι φουρνουτάρα που τουν φούρνου τ’ Τακαντζιά!
Για ταυτήν θέλου να σας πω τώρα. Γένουνταν μι προυζύμ’ ή δίχους δεν θ’μούμι κι τ’ς έψ’νι ου μπάρμπα-Κώστας, αλιβρουμένους ως τα μάτια, ουπάν σ’ν πλάκα στου φούρνου (όχ’ σι ταψιά ή σι φόρμις!) κι δεν τ’ς έρ’χνιν ούντι κι σουσάμ’ μι φαίνιτι. Ζιστή ν’ έτρουγαμι, ίχιν σάματ’ κι ψα αλεύρ’ πασπαλτζμένου κι όλας ουπάν για να μην ακουλνάει του ζ’μάρ κι να φουρνίζιτι εύκουλα. Ίχιν κι αυτό του γούστου τ’. Έπιρνι κάθι σπίτ’ δυο τρεις κι «σών’ παναήρ’».
Ιν του μιταξύ κοιτάζου στα γλουσσάρια τ’ς πιριουχής απόχου (Κουζάν, Μπλάτς, Γριβινά κι τα ρέστα) και μόνι στ’ς Γέρμας του βιβλίου («Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς», του Χρήστου Γ. Γεωργίου, ΕΜΣ 1962) γραφ’ στ’ς προυσθήκις, σιλίς 333:
φ ο υ ρ ν ο υ τ ά ρ α θ.[ηλυκό] πλ.[θυντικός] -ρις ( =ψωμάκι πλακέ, ποὺ συνήθως τρώγουν τὴν καθαρά Δευτέρα, ἀλλαχοῦ λαγάνα).
Αυτόϊαγιας του τιλιφταίου, τ’ λαγάνα, ντιπ δεν του χώνιψα καν καμμιά φουρά. Δεν πάεινιν ου νους μ’ σι ψουμί μι τ’ λεξ’ αυτήν, απ’ γλέπου καθιιρώθ’κιν μόλνότ’.
Ιν του μιταξί ίλιγαμι που κάνα χόβ: «Τήρ’σέ τι τουν! Απλώθ’κιν σαν φουρνουτάρα!» για να παραδείξουμι καέναν τιμπέλ’ ή «Τι να στα λέου, σαν φουρνουτάρα» άμα ήταν για να κουρουϊδέψουμι καέναν στρουγυλλουπρόσουπουν…
Τώρα, ιπιδή όλα ίγκαν γκουρμέ κι τ’ς μόδας, γλέπ’ς παέν’ κι π’λάει ου άλλους όλουν τουν χρόνου τσιουρέκια. Κι ιπιδής κι του σταρουζούμ’ απ’ Τουν Ψ’χών ίγκιν κι αυτό «σούπιρ φουντ» κι αυτό του τρώμι ολουχρουνίς. Τίπουτα στουν κιρό τ’ κι τίπουτα μι τ’ν ώρα τ’ ή του νόημα απόχ᾿. Παράδις μόνι να φέρ’ν κι όριξ ναχ’ς όλ’μέρα -κι ολ’ τη νύχτα- να χάφτ’ς κι να κατιβάιζ’ς σιακάτ’ σαν καρτάλ’.
Ν’ πήρι του λοιπόν κι τ’ φουρνουτάρα (τ’ λαγάνα δηλαδής) παραμάζουμα η μόδα: Γνουστή «αλυσίδα αρτοποιΐας» διαφήμιζιν προυχτέ σ’ν τηλιόρασ’: «Τώρα κάθε μέρα όλο το χρόνο νόστιμη παραδοσιακή λαγάνα από τα καταστήματά μας». (Να σι φλάξ’ ου Θιός!).
Να τάγλιπιν ου Μπάρμπα Κώστας ου Τακαντζιάς που καμμιά μιριά αυτά, τότι ήταν απ’ θα τ’ς έπιρνι μι ν’ πάνα όλ’νους (=θα τους έβαζε στο κυνήγι με το μαύρο, βρεγμένο και μουντζουρωμένο με καπνιές πανί, που μ’ αυτό καθάριζε τα τοιχώματα του φούρνου, και ήταν παράμερα ακουμπισμένο στον τοίχο, σαν τρομερό μπαϊράκι πολεμικό πάνω σε ξύλινο κοντάρι).
Καλή Σαρακοστή!
Νώνταμ’, καλὴ Σαρακουστή! Μὶ ἄρσι ἡ φουρνουτάρα. Στοὺ χουργιὸ ’νἴλιγάμι πλατή. Τνἔφκιανάμι ὅμους σὶ κάθι φουρνισιὰ ψουμιῶν. Δὲν εἶχι σχέσ' μὶ ’νΚαθαρὴ Διφτέρα. Κρατοῦσι λίγου ἀπ’ τοὺ ζμάρ’ ἡ μάννα. Κι ἀφοῦ ἔρχνι μὶ τοὺ φουρνόφκιαρου ἀπ’ τοὺ πνακουτὸ τὰ καρβέλια στοὺ φούρνου ὕστιρα ἔφκιανι κι ’μπλατή. Ἔβαζι κι κουμματσιούλια τυρί. Αὐτὴν ’νἔρχνι μπρουστὰ μπρουστά κι κουντὰ στ’χόβουλ. Σὶ πέντι λιπτὰ ψένουνταν. Κι ὕστιρα ὅπχοιους προυλάβισκνι. Ἔφκιανι πάλι δγυὸ τρεῖς πλατές, γιὰ νὰ φτάισ' γιὰ ὅλ’.
Ἰμεῖς δὲν εἴχαμι κάνα ἰδιαίτιρου ’νΚαθαρὴ Διφτέρα. Θἄπιρνάμι κάνα χαλβᾶ, κάνα κουμμάτ' θριψίν π’μᾶς ἄρζι πουλύ. Θὰ πάηνάμι νὰ βροῦμι φουλιὲς ἀπ’ τὰ πλιὰ σιαπὰν’ κατ’ τ’ἀμπέλια κι ὕστιρα νάτρουγᾶμι. Ἔτσιας ἦταν τοὺ προυτόκουλου τςμέρας.
Μὶ ἄρσι ἡ φράσ’ «ἀλιβρουμένους ὡς τὰ μάτχιατ’»..... Ὅπους κι ἡ στρουγγυλουπρόσουπους.
Ἄι καλὴ Σαρακουστή. ἀρνιμα
Ιχ μι πήραν τα σάλια. Τν ουριξέφκα τν φουρνουτάρα αυτήν πόφκιανιν η γιαγιάμ η Τρανταφλιά. Κι οχ αυτά τα ξιράδια απ φκιάνουν τώρα, τς λαγάνις ντε πουτς τρώμι ολν τν μέρα. Τν φουρνουτάρα να τν φας τν ώρα απ βγεν απ του φούρνου. Ζιστή με τν στάχτ απ γλίτουσιν απ τν πάνα κι κανά μκρό κάρβουνου ακουλμένου απού κατ. Κάθουμάσταν μι τουν Χιόστουμου πλάι απ τουν φούρνου, κι καρτιρούσαμι σαν τα σκλιά στου χασαπιό, πότι θα βγούν να τς αρπάξουμι. Τς άνγαμι στ μές κι απλουνάμι του καλο του βούτυρου απ έλιουνι ένα κι ένα. Ιχ νουστάδα, στου στόμαμ τν έχου. Κι ύστιρα είχαμι του δεύτιρου πιάτου. Όταν άρχιζιν ψίχα να κρυόν τν έτρουγάμι μι τυρί απ του καδί. Άντι τώρα ισύ να μι βρίς ιστιατόριου να σι σιρβίρ τέτια νουστμάδα.
Κι η πάνα απ τουν φούρνου, τι καλά απ τν φουτουγράφσις!! Στ μάτιαμ ήρθιν του παρτάλ να κρέμιτι σταχταβιασμένου. Κι όταν ήθιλάμι να κουρουιδέψουμι καμιά για τα ρούχα απ φουρούσιν, ίλιγάμι: τι είνι αυτό απ φουράι μου, σαν πάνα απ του φούρνου ίνι.
Καλή Σαρακοστή.
Κι τα μκρά τα πιδιά -μον τα πιδιά, οχ τα κουρίτσια- να πιαλίσν ισιαπάν να βρούν καμιά φουλιά.
Σάσα Νάτσινα-Τζημάκα
Η δική μας φουρνουτάρα μόλις βγήκε από τον φούρνο. Ζεστή και μυρωδάτη.
Σας στέλνω ένα κομμάτι. Εγώ μασιώ το δικό μου μαζί με το πρωινό «εδεσμάτιον» από το Βογατσικό. Τι νοστιμιά αυτός ο ατόφιος λόγος!
Ο νους μου γυρίζει στις παραδόσεις μου για τη γλώσσα και τις νεοελληνικές διαλέκτους και ιδιώματα που έδιδα ιδιαίτερη έμφαση να μην τα θεωρούν οι φοιτητές μου «καταραμένα» έναντι της «λεκανοπεδίτικης» Νεοελληνικής, παρά να βαστούν όμοια με φυλακτά «αποτροπής παντός μολυσμού» στο πνεύμα της Κοινότητας, εκείνης του Ίωνος.
Χρόνια Πολλά. Καλή Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ν. Π.
Ωραίος, καλή σαρακοστή Νώνταμ. Μάκης
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Νώντα που μας θυμίζεις τα ωραία έθιμα του λαού μας. Αντε και καλή Σαρακοστή σε όλους, κοντά στην εκκλησία μας
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και δεν έχουμε παραστάσεις από εποχές εκείνες όταν οι σημαδιακές μέρες είχαν αυθεντικές στιγμές με αντίκρυσμα στα ήθη και εδέσματα και τραγούδια, όμως ρέει τόσο απολαυστικά η αφήγηση λες και είναι απομαγνητοφώνηση που ζωντανεύει χαραχτήρες"ιχιν κι αυτού του γούστου τ'", πριν εισβάλουν τα τυποποιημένα φρούτα της παραδόπιστης αγοράς, λαγάνα =σφουγγάρι με σουσάμι,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠήγα στον κυρ Νίκο και είπε το αξιομνημόνευτο: "Ο Παπαδιαμάντης δεν διεστρεψε το χάρισμα του το εκ Θεού δοθέν, γιαυτό είναι αληθινός"
Η γνησιότης εν αληθεία
Έσο αληθής πάντα Επαμεινώντα και καλή Σαρακοστή