Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Μη βιαστείς ν' απαντήσεις...


στον Χάρη Αθ. Σιμώτα 

 
φωτ. Χάρης Σιμώτας


...και  πεις "εγώ το ξέρω"
για το δέντρο αυτό που σε ρωτώ.
Γιατί, όχι... δε λέω για κείνες τις δυο άφυλλες λεύκες
σκέλεθρα του φθινοπώρου,
πινέλα ζωγράφου με στραγγισμένο μέχρις οστέων
το χρώμα τους
που υψώνονται επιδεικτικά στα δεξιά σου...
τον ουρανό γρατζουνώντας με τα νύχια τους
Μήτε τα πεύκα τα εναπομείναντα
από τον Αρμαγεδώνα  της άτακτης φυγής
βετεράνοι γιομάτοι κάμπιες, τραυματίες
από το παλιό Τάγμα του Πυροβολικού
που έπιανε όλο το μέρος πίσω από το εκκλησάκι που βλέπεις
το χτισμένο με τις οικονομίες μιας ζωής
-στην Αυστραλία πιάτα πλένοντας, 

ή  κάτι άλλο παρεμφερές και δυσβάστακτο

του βιοπορισμού  επάγγελμα υπομένοντας.
Όμως τα τάματα: Τάματα.
Μπροστά κι από τα Τάγματα προτάγματα!

Mα, σου λέω για το ά-φιλο αυτό και μόνο
με το θηλυκό όνομα δεντρί...
"Του Λιόκα το δέντρο" θα μου πεις για να ξεμπλέξεις
Γένος ουδέτερο…  Λάθος αγαπητέ!
Εγώ θα συνεχίσω να σου λέω πως λάθος κάνεις οικτρό
πως ναι μεν εκεί ήταν τ' Λιόκα του δέντρου
αλλά... αυτό που βλέπεις δεν είναι άνθρωπέ μου

Ιδού  και ο καρπός του!


φωτ. Νώντας Τσίγκας

Κι επομένως,
θα χρειαστείς μάτια παιδιού -που τα ’χασες-
και ουρανίσκο υψηλόφρονος και λεπτεπίλεπτου δοκιμαστή
που αρέσκεται στα ταπεινά  και στα ελάχιστα
γιατί γνωρίζει πως από ’να τίποτα χτίζεται ο Παράδεισος
Κι η παιδική ηλικία που τον κατασκευάζει
έχασε το ταλέντο της 
και ανεπιστρεπτί απέδρασε.
Τρέχοντας!

Ποιό είναι λοιπόν αυτό το δέντρο
που πίνει πεθαμένο νερό κι ανασταίνεται
και ποιός ο καρπός του;
Και δεν ρωτώ τους μνήμονες,
τους πολυπράγμονες και τους φυσιοδίφες
Αλλά ρωτώ εκείνους με το μόνιμο ρίγος της άγνοιας

-που γεννά η γνώση- και τους αιώνια θλιμμένους.
Ο ευρών αμοιφθήσεται...

Εν τοις ουρανοίς
σκαρφαλωμένος στο δέντρο.




 

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

"Εκπρόσωπος μίας θαρραλέας γενιάς"

The visit / "Η επίσκεψη",  της Στέλλας Αλισάνογλου



δείτε ολόκληρη την ταινία* εδώ  
[διάρκεια  HD, 25΄ ]

 
[...] Η γιαγιά Ματίνα, μιλάει για τη ζωή της, τον πόλεμο και τις δυσκολίες, με σκόρπιες σκέψεις και αναμνήσεις, την ώρα που ζωγραφίζει.


"H επαρχία δικάζει!!!". Mια φράση που σου μπήγεται μαχαίρι καθώς βλέπεις την μικρή αυτήν ταινία. Μια ηλικιωμένη γυναίκα διηγείται μπροστά στο φακό τη διαδρομή μιας ζωής. Τη δικής της. Τα σκληρά χρόνια. Η υπομονή, η αυταπάρνηση, ο αγώνας να σταθεί κανείς όρθιος. Παγκόσμιος Πόλεμος, εμφύλιος, φτώχεια. Και ξανά: "εγώ  δ ι κ ά σ τ η κ α ...", από τα σκληρά ήθη, αυτές τις μυλόπετρες για τους ανθρώπους... H  Ματίνα Παπαγεωργίου ήθελε "να μάθει γράμματα, να γίνει δασκάλα". Ο πατέρας της την πήρε από το σχολειό στην Τρίτη Δημοτικού. "Γιατί μου πήρες την καλύτερη μαθήτριά μου;" του είπε ο δάσκαλος που τους επισκέφθηκε λίγο μετά στο σπίτι. "Έχω πέντε κορίτσια και κτήματα πολλά..." ήταν η απάντηση του πατέρα... Της αγόρασαν μια ραπτομηχανή "Κρίτσιλερ" ("όχι Σίνγκερ" διορθώνει τον εγγονό της Βαγγέλη) κι από δώδεκα χρονώ ράβει "στα περίχωρα" της Ηλείας. Τους διορθώνει τα ρούχα και κάνει νυφικά.θελα ότι έβλεπα να το κάνω" λέει. Αραβωνιάζεται  με προξενιό τον Λάμπη και τον παντρεύεται όταν γυρίζει ανάπηρος από κρυοπαγήματα από το μέτωπο της Αλβανίας. "Τον αγάπησα, ήταν καλός άνθρωπος". Μαζί του θα πάνε στην Αθήνα θα στήσουν πρώτα πρατήριο άρτου κι έπειτα ψιλικατζίδικο. 

Μια ζωή σαν δοσμένη για κάποιο χρέος. Λες κι η ζωή ήταν αλλουνού...

 Η γιαγιά Ματίνα (Παπαγεωργίου) διασώθηκε μέσα από τη ματιά και τη σοφή διαχείριση του υλικού από την σκηνοθέτη Στέλα Αλισάνογλου σε ...μιά επίσκεψη. Τα φύλλα που ζωγράφιζε η γιαγιά Ματίνα πολύχρωμα, παράξενα, ανυπόστατα,  σχεδόν ανύπαρκτα, παραμένουν αειθαλή, εκδικητικά, καταγγελτικά, ζωηρόχρωμα, ξεχωριστά ακόμα και τώρα που αυτή δεν ζει πια (αφού τις προάλλες πλήρης ημερών- σε ηλικία 102 ετών- αναχώρησε...).
Ν.
 

Πριν από λίγη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν το λες πως είναι για καλό όταν σ' ενημερώνουν για θανατικό. Δεν έτρεφα ποτέ ιδιαίτερη αγάπη για τους πολύ ηλικιωμένους ανθρώπους. Είχα πάντα γλυκόπικρα συναισθήματα. Η γιαγιά Ματίνα, που έφυγε σήμερα σε ηλικία 102 ετών, χωρίς να το γνωρίζει έκανε αυτά τα συναισθήματα περισσότερο γλυκά και λιγότερο πικρά.


Τούτο το φευγιό πέρα από την αναπόφευκτη συγκίνηση που μου προκαλεί, φέρνει και ψυχική αγαλλίαση - θα τολμήσω να πω χαρά, ναι χαρά. Γιατί χάρη στην επίσκεψη που της έκανα πριν από λίγα χρόνια, ήρθα κοντά, έστω και για λίγο, με την αγάπη για τη ζωή από μια οπτική πολύ μακριά από αυτό που ζούσα τότε κι από αυτό που ζω τώρα.

 ***
Στη μνήμη της γιαγιάς Ματίνας, από 'δω και στο εξής, το ταινιάκι που φτιάξαμε παρέα, με τον εγγονό της Βαγγέλη Παπαγεωργίου, θα παραμείνει ανοικτό στο διαδίκτυο.


Το φθινόπωρο του 2012, βρεθήκαμε όλοι μαζί να παρακολουθούμε "την επίσκεψη" στο πανί, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας.

 Σ' ευχαριστώ κι εγώ Βαγγέλη για τη συνάντηση και την αγάπη σας!


Αντίο γιαγιά Ματίνα! Θα σε θυμάμαι!

Στέλα Αλισάνογλου







[ Αναδημοσίευση κειμένου της Vassilikis Georga/LIFO 2.4.2013: http://www.lifo.gr/lifoland/you-send-it/26205 ]

 Η γιαγιά Ματίνα, γεννήθηκε το 1914, στο χωριό Αλιφείρα του Νομού Ηλείας, και μεγάλωσε σε μία φτωχή οικογένεια με άλλες τέσσερις αδερφές κι έναν αδερφό. Ήθελε να γίνει δασκάλα, γιατί της άρεσαν πολύ τα γράμματα, αλλά ο πατέρας της την σταμάτησε με το ζόρι από το σχολείο όταν τελείωσε την Τρίτη δημοτικού για να γίνει μοδίστρα. Πάντα, ακόμα και τώρα, το λέει με μεγάλο καημό και κουνάει το κεφάλι της. Και σαν απωθημένο, μέχρι πριν 3 χρόνια που ζούσε και ο παππούς έγραφε, χωρίς ορθογραφία και σύνταξη, σκέψεις, όνειρα, την καθημερινότητα, παραμύθια που μας έλεγε όταν ήμασταν μικροί και δημοτικά τραγούδια. Τα δημοτικά τραγούδια της έφτασαν να γίνουν μεταπτυχιακή εργασία. Τα τραγούδησε, ηχογραφήθηκαν και η εργασία πήρε άριστα, σε πανεπιστήμιο στο Αννόβερο. 

Παντρεύτηκε με προξενιό φυσικά, το Χαράλαμπο –Λάμπη τον φώναζε-, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Λάμπης έφυγε για το Αλβανικό Μέτωπο και η γιαγιά έζησε όλα τα γεγονότα της κατοχής, τα οποία ακόμα και σήμερα, περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Επικοινωνούσαν με γράμματα που όλα ξεκινούσαν με το «Υγείαν έχομεν και υγείαν ποθούμε δια εσάς». Τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισε ο παππούς, με κομμένα τα δάχτυλα των ποδιών και η γιαγιά στάθηκε δίπλα του, μέχρι που ο Λάμπης στάθηκε στα πόδια του –μέχρι τα 97 περπατούσε με τη μαγκούρα του και μετρούσε τα βήματα, σαν να είχε βάλει από τότε στοίχημα με τον εαυτό του, ότι δεν θα άφηνε την αναπηρία αυτή να του στερήσει καμία βόλτα-. Το '50, μαζί με τρία παιδιά, ήρθαν στην Αθήνα, στο Χαιδάρι και η γιαγιά, με τα ίδια της τα χέρια, έφτιαξε σιγα-σιγά σπίτι και πρατήριο άρτου, που μετά έγινε ψιλικατζίδικο. 

Μεγάλωσε και σπούδασε τρία παιδιά μαζί με τον παππού, με τα απολύτως απαραίτητα, και μετά επτά εγγόνια, με την ίδια αγάπη. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε μαζί τους, όλα τα ξαδέρφια –τα 5, γιατί τα άλλα 2 ήταν μεγαλύτερα-. Πώς μας έφερνε βόλτα δεν ξέρω. Φεύγαμε με τα ποδήλατα, κάναμε φασαρία το μεσημέρι, τσακωνόμασταν, δεν βγαίναμε από τη θάλασσα, πειράζαμε τον παππού, απορώ πώς μας άντεχε. 

Σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6, ντυνόταν –ποτέ δεν κυκλοφορούσε με νυχτικό, ακόμα και τώρα, ξυπνάει και διαλέγει τα ρούχα της-, έφτιαχνε κότσο τα μαλλιά της με 3000 τσιμπιδάκια, που τα έβαζε πάντα τόσο αριστοτεχνικά, που δεν τα έβλεπες και ξεκινούσε τις δουλειές της μέρας. Μαγείρευε, έπλενε σε μία λεκάνη όλα μας τα ρούχα, μας πήγαινε στην παραλία, μας μάζευε για φαγητό, ξάπλωνε λίγο, και το απόγευμα σιδέρωνε βλέποντας Λάμψη και καταριόντας το Γιάγκο Δράκο, μέχρι να έρθει το βράδυ και να εφεύρει κάποια τρομακτική ιστορία για να μας καταφέρει να μπούμε μέσα από νωρίς. Συχνά μας φώναζε κοντά της και μας έλεγε «Ελάτε να σας δώσω μία ορμήνεια» και πάντα μας έλεγε πράγματα του στυλ «να είστε αγαπημένοι», «να προσέχετε αυτό, εκείνο» και άλλα τέτοια. 

Και στην Αθήνα, εκείνη μας πρόσεχε, στο σπίτι στο Χαιδάρι. Τα μεσημέρια όταν ξάπλωναν με τον παππού να ξεκουραστούν, παίρναμε κρυφά τα κλειδιά από το ψιλικατζίδικο, -που τα έβαζε ο παππούς στην ντουλάπα- και κατεβαίναμε κάτω και τρώγαμε κρυφά Δρακουλίνια, Πακοτίνια, σοκολάτες και Big Babol, μέχρι που μας έπαιρνε χαμπάρι η γιαγιά, και μας μάλωνε, με απειλές τύπου: «άμα θα ξυπνήσει ο παππούς θα δείτε!». Καμιά φορά, για να μας αποσπάσει από τη συνήθεια να βασανίζουμε τον παππού, μας φώναζε στην κουζίνα για να φτιάξουμε κεικ πορτοκάλι. Μίξερ, δεν χρησιμοποιούσε. Πέταγε όλα τα υλικά σε μία λεκάνη και τα ανακάτευε με το χέρι, και μας άφηνε να δοκιμάζουμε από το μείγμα. Όταν ερχόταν σπίτι, πάντα μας έφερνε σοκολάτες υγείας Παυλίδης, κάτι μικρές, και μπισκότα Μιράντα, και καμιά φορά μας έφτιαχνε ελληνικό καφέ για να τα βουτάμε μέσα. 

Έχει ζήσει πολλά η γιαγιά, και καλά και κακά. Γάμους, δισέγγονα, οικογενειακές επιτυχίες και άλλα πολλά. Πέρασε αρρώστιες, ταλαιπωρήθηκε, έχασε τον αδερφό της και με τα χρόνια έφυγαν και οι αδερφές της, ο Λάμπης και το ένα της παιδί... Τώρα τελευταία ξεχνάει, γυρίζει πίσω, νομίζει ότι είναι στο χωριό, και μετά πάλι θυμάται. Μία μέρα γύρισα και την βρήκα να κλαίει γιατί δεν της έχουμε πει ότι πέθανε ο Λάμπης. Και μετά είναι πάλι κανονική και λέει όσα θυμάται, κουνάει το κεφάλι της και αναρωτιέται αν την ξέχασε ο Θεός. «Βαρέθηκα ρε παιδάκι να ζω, τι άλλο να κάνω;». Παρ' όλα αυτά, εξακολουθεί να ντύνεται ωραία, να ζητάει να της φτιάξουν τα μαλλιά κότσο, να ζωγραφίζει και να κεντάει. Δεν γράφει πιά, γιατί δεν βλέπει καλά, αλλά όλα της τα γραπτά –άπειρα βιβλία, ακόμα κι ένα σενάριο τύπου Λάμψη- τα φυλάει και τα ξεφυλλίζει συχνά. Μας τα δίνει να τα διαβάσουμε περήφανη που είναι δικά της. Και σε οτιδήποτε δικό της, ακόμα και στις ζωγραφιές, υπογράφει από κάτω με παιδικά γράμματα «Ματίνα». 


*Το ντοκυμαντέρ προβλήθηκε στο 2nd Champaign Greek Film Festival στο Σικάγο Σ' αυτό   πήρε το βραβείο Special Jury Award, με το σχόλιο: to 98 year old Ms Stamatina Papageorgiou (narrator of The Visit by Stella Alisanoglou) as an outstanding representative of the courageous generation.
Εκπρόσωπος μίας θαρραλέας γενιάς. Το έχει στο κομοδίνο της, δίπλα από τη φωτογραφία του Λάμπη. Κι αν την ρωτήσεις τι είναι αυτό, σου λέει «Ξέρω 'γω παιδάκι; Για κάτι μου έδωσαν βραβείο». Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα 99 και συνεχίζει.